Βερονίκη Δαλακούρα: ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ



 (5 ΣΚΗΝΕΣ )



ΠΡΟΣΩΠΑ

Α’ΦΩΝΗ

Β’ΦΩΝΗ

ΜΑΡΙΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ

ΦΡΑΝΚΙ

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ

ΜΠΟΜΠΥ

ΦΡΙΝΤΑ

ZΩΓΡΑΦΟΣ

ΧΙΛΝΤΑ


                                                          

                                                


I

    Ν Υ Χ Τ Α


Α΄ΦΩΝΗ: Ξεκίνα, λοιπόν, ξεκίνα.

Β΄ΦΩΝΗ: Ναι.

Α΄ΦΩΝΗ: Τι έχεις να πεις;

Β΄ΦΩΝΗ: Τίποτα

Α΄ΦΩΝΗ: Για όλα – τίποτα;

Β΄ΦΩΝΗ: Για όλα μαζί και το καθετί χωριστά , τίποτα.

Α΄ΦΩΝΗ: Τότε μόνο ο θεός μπορεί να μάς σώσει.

Β΄ΦΩΝΗ: Ναι. Αν θέλει.


ΜΑΡΙΑ: Πώς σας φαίνεται; 

( ξετυλίγει ένα ρολό)

ΦΡΑΝΚΙ: Ενδιαφέρον.

ΓΙΑΝΝΗΣ:Περίεργο θέμα. Τολμηρό.

ΦΡΑΝΚΙ ( στον Γ.): Τι πιστεύεις ; 

ΓΙΑΝΝΗΣ: Χαρακτηριστικό δείγμα εκφυλισμένης τέχνης.

ΦΡΑΝΚΙ: Πιστεύεις-

ΓΙΑΝΝΗΣ: Οχι όχι .

ΦΡΑΝΚΙ: Υποθέτεις-

ΓΙΑΝΝΗΣ: Οχι.

ΦΡΑΝΚΙ ( στην Μ.): Πώς βρέθηκε στην κατοχή σας ;

ΜΑΡΙΑ: Δώρο. Ενός φίλου.Από κάποιο παλαιοπωλείο.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Τό όνομα του ζωγράφου το γνωρίζετε;

ΜΑΡΙΑ: Μίλλερ.

ΦΡΑΝΚΙ: Ξέρετε κάτι περισσότερο γι’ αυτόν;

ΜΑΡΙΑ: Οχι.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Γερμανός υποθέτω, αρχές του αιώνα.

ΜΑΡΙΑ: Υποθέτω.

ΦΡΑΝΚΙ: Είναι κάποια πράγματα που  θα θέλαμε να μάθουμε.

ΜΑΡΙΑ: Σαν τι.

ΓΙΑΝΝΗΣ:Οχι τόσο για τον καλλιτέχνη. Οχι. Οχι.

ΜΑΡΙΑ: Δηλαδή.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Σε ποιον ανήκε προηγουμένως αυτός ο πίνακας.

ΜΑΡΙΑ: Σας είπα ότι πρόκειται για δώρο. Ενας φίλος..

ΦΡΑΝΚΙ: Δεν εννούμε  αυτό.

ΜΑΡΙΑ: Αλλά

ΦΡΑΝΚΙ: Μάς  ενδιαφέρει κάθε έργο που αγοράζουμε να έχει καθαρό παρελθόν. Ανεξάρτητα από τον τρόπο που έφτασε στα χέρια τού  τελευταίου  κατόχου.       

ΜΑΡΙΑ: Δεν καταλαβαίνω.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Παραδείγματος χάρη  ο συγκεκριμένος πίνακας που είχατε την καλοσύνη

να μάς φέρετε, πιστεύουμε, δηλαδή αυτό είναι παραπάνω από πεποίθηση, ότι μάλλον ανήκε σε κάποιον που τον στερήθηκε βίαια.

ΜΑΡΙΑ: Εννοείτε-

ΦΡΑΝΚΙ: Δεν κατηγορούμε κανέναν, ούτε σας ούτε τον φίλο σας ούτε τον αθώο έμπορο τέχνης 

ΜΑΡΙΑ: Μα τι θέλετε να πείτε ;

ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό το είδος τέχνης

ΦΡΑΝΚΙ: Εκφυλισμένης όχι εξαιτίας τού θέματος

ΓΙΑΝΝΗΣ: ΄Η τής ιδέας που θέλει να εκφράσει, δηλαδή τού περιεχομένου

ΦΡΑΝΚΙ: Αλλά του σκοπού που ήθελε να πετύχει

ΓΙΑΝΝΗΣ: Την ανανέωση δηλαδή όπως την εννοούσαν στις αρχές τού αιώνα και τον    μεσοπόλεμο

ΦΡΑΝΚΙ: Που απώτερο στόχο είχε την παραμόρφωση αλλά κατά βάθος την  συμμόρ

φωση  με μια περίεργη ηθική τύπου Φάουστ

ΓΙΑΝΝΗΣ: Για λόγους πρακτικούς

ΦΡΑΝΚΙ: Αλλωστε γι’ αυτόν τον λόγο πολλά από τα έργα καταστράφηκαν

ΓΙΑΝΝΗΣ: Δημιουργώντας χώρο, μεγαλύτερο χώρο στην αγορά

ΦΡΑΝΚΙ: Και βέβαια αύξηση των κερδών

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ξέρετε πόσοι έγιναν ξαφνικά πλούσιοι πολύ πλούσιοι

ΦΡΑΝΚΙ: Αγοράζοντας ένα έργο σαν αυτό σε τιμή εξευτελιστική

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ενώ τώρα η αξία του είναι ανεκτίμητη

ΜΑΡΙΑ: Εγώ δεν είμαι πλούσια.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ούτε θα γίνετε.Λυπάμαι.

ΦΡΑΝΚΙ: Μας ενδιαφέρουν έργα με καθαρό παρελθόν

ΓΙΑΝΝΗΣ: Πρόσωπα καθαρά, σώματα  με δέρμα κάτασπρο, μαλλιά μαύρα

ΜΑΡΙΑ: (διπλώνει τον μουσαμά) Φύγετε.

ΦΡΑΝΚΙ: Μπορείτε όμως να μάς τον χαρίσετε, δηλαδή αν το αγοράσουμε σε χαμηλή τιμή το βρώμικο παρελθόν του θα ξεπλυθεί

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ακόμη κι αν είχε κλαπεί αν κάποτε ανήκε στη συλλογή ενός εξίσου βρώμικου Εβραίου

ΦΡΑΝΚΙ: Που απ’ αυτόν δεν υπάρχει ούτε η σκόνη πια

ΓΙΑΝΝΗΣ: Εκτός αν επιζούν απόγονοί του, μεταλλαγμένοι γενετικά

ΦΡΑΝΚΙ: Αν πρόφτασε

ΓΙΑΝΝΗΣ: Φράνκι!

ΜΑΡΙΑ: Φύγετε.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Μην ταράζεστε δεσποινίς, αστειευόμαστε. Προσφέρουμε σε μετρητά

(γράφει σ’ενα χαρτί ένα ποσό και τής το δείχνει)

ΦΡΑΝΚΙ: Δεν χάνετε , δεσποινίς.

ΜΑΡΙΑ:Μαρία

ΦΡΑΝΚΙ: Μαρία.Τι ωραίο όνομα.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Συμφωνείτε; 

ΜΑΡΙΑ: Οχι.

ΦΡΑΝΚΙ: (σημειώνει ένα ποσό σ’ένα χαρτί και της το δείχνει) Μαρία.

ΜΑΡΙΑ: Οχι.

ΓΙΑΝΝΗΣ: (σημειώνει ένα άλλο ποσό και τής το δείχνει από μακριά)

ΜΑΡΙΑ: Φύγετε.

ΦΡΑΝΚΙ: Μα πού ανήκετε.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Πού ανήκεις Μαρία.

(Η Μαρία ξετυλίγει αργά τον μουσαμά και δείχνει τον πίνακα που απεικονίζει δύο γυμνά μελαχρινά κορίτσια.Ο Γιάννης την πλησιάζει).

ΓΙΑΝΝΗΣ: Κρίμα.                     

ΦΡΑΝΚΙ: Κρίμα.Σιωπή.

ΜΑΡΙΑ:  Σιωπή. Κρίμα.




ΙΙ

Β Ρ Α Δ Α Κ Ι

ΜΑΡΙΑ:

Να σου πω τι ονειρεύτηκα χτες ένα περίεργο τοπίο ένα κίτρινο λιβάδι με στάχια στοιβαγμένα στην άκρη ενός μικρού κίτρινου σπιτιού. Κι όπως όλα είχαν την απόχρωση τού κίτρινου όσο περνούσε η ώρα – γιατί δεν ήταν από κείνα τα όνειρα που εγώ ονομάζω ακίνητα αλλά με δράση - το κίτρινο ξεθώριαζε σιγά σιγά έγινε ένα ξεπλυμένο έπειτα ένα απεριόριστο λευκό ναι απεριόριστο αφού κανένα χρωματικό φάσμα δεν το περιόριζε κι αυτή η εικόνα μού θύμισε στον ύπνο πάντα τοπία που είχα δει σε κάποιους πίνακες άγνωστων ζωγράφων γιατί εγώ γνώριζα μόνο το πράσινο κι αυτό περιορισμένο. Το άσπρο λοιπόν το ολόλευκο  τοπίο που απλωνόταν μπροστά μου στον ύπνο και τον ξύπνιο μού προκαλούσε φρίκη, ήταν η ίδια έλλειψη κάποιου στόχου, η παρουσία μιας απειλής που ακόμη την νιώθω.Ναι, πράγματι, είπα, στον ύπνο ο τρόμος μπορεί να μην έχει κανένα πρόσωπο να είναι μόνο ανάμνηση. Κι έπειτα όλα τελειώνουν όταν ξυπνάς, το λευκό πρόσωπο μιας γυναίκας σε πλησιάζει αργά  ανέκφραστο. Αυτό δεν έχει τίποτα το απειλητικό.Ετσι δεν είναι;




ΙΙΙ

Α Π Ο Γ Ε Υ Μ Α


Α΄ ΦΩΝΗ : Δούλευε, δούλευε!

Β΄ ΦΩΝΗ: Μέχρι πότε;

Α΄ ΦΩΝΗ: Μέχρι το τέλος.

Β΄ ΦΩΝΗ: Κι αν ζήσω πολύ;

Α΄ΦΩΝΗ: Θ΄αναλάβουμε εμείς. Θα πας στο νησί.

Β΄ ΦΩΝΗ: Κι αν πεθάνω τώρα; 

Α΄ΦΩΝΗ: Τότε  θα συνεχίσεις.Θα μαζεύεις ξηρά τέφρα μες στο καζάνι

που ο πάτος του φτάνει ως εκεί

Β΄ΦΩΝΗ: Στα νησιά Γκαλαπάγκος! Οχιιιι!


ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εχετε πιστόλι μαζί σας;

ΜΠΟΜΠΥ: Δεν έχω πιστόλι εδώ κι ενάμισυ χρόνο. Από τότε νιώθω καλύτερα,

πιο ελεύθερος.Το όπλο μπορεί να γίνει ο χειρότερος εχθρός σου.

ΔΗΜ: Γράφετε  σ’ ένα ποίημα σας : « Αφησα το όπλο φίλοι μου/

Γιατί τώρα ξέρω πως μόνον η αγάπη/ Είναι η κινητήρια δύναμη/ Οχι το μίσος.» Πολύ γλυκανάλατο για έναν αναρχικό, δεν βρίσκετε;

ΜΠ: Σ’ ένα άλλο γράφω:

«Την επαύριο

Είναι φανερό

Ο εραστής των ελευθεριών

(περιττές πολυτέλειες)

Κρεμιέται με τη ρεπούμπλικα 

Συν τη ρεπούμπλικα

Ντεφορμέ

Κι αυτός 

Απογοητευμένος

Σα φοιτητής

Σα φοιτητής

 Χωρίς ρεπούμπλικα.»

Σάς άρεσε;


ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Χρησιμοποιείτε μια περίεργη γλώσσα.

ΜΠ: Και περίεργα όπλα.Στοιχηματίζω ότι δεν καταλάβατε τίποτα.

ΔΗΜ: Φοβάστε;

ΜΠ: Αν φοβόμουν :

ΔΗΜ: Τώρα φοβάστε;

ΜΠ: Ούτε τώρα ούτε τότε φοβόμουν.Διψούσα για περιπέτεια,ένιωθα μέσα μου την    έντονη συγκίνηση που έχουν όλες οι επικίνδυνες εμπειρίες.Γιατί τον φόβο κανείς δεν

  τον βιώνει ολοκληρωτικά 

ΔΗΜ: Τι σημαίνει «λαικός πόλεμος» για σας;

ΜΠ: Δεν μπορώ ν’απαντήσω. Βασικά είχε πλάκα. Γελούσαμε πολύ με τα μασκαρέματά μας.Φανταστείτε, εγώ ήμουν φτυστός κλόουν.

ΔΗΜ: Σκεφτήκατε ποτέ να κρυφτείτε -

ΜΠ: Οχι. Στην πόλη των νεκρών  αυτό δεν έχει νόημα. Με βλέπαν όσοι ήθελαν να

να  με δουν.

ΔΗΜ: Σ’αυτή την ιστορία υπάρχουν δύο νεκροί : ο κατασκευαστής σκαφών Μπέλς

και κάποιος Γιώργος ή Γκέοργκ που σκοτώθηκε από την αστυνομία στην οδό  Αιζενχάουερ, παρουσία σας.

ΜΠ: Ηταν κάτι που με συγκλόνισε.Στην περίπτωση του Μπελς ένιωσα φρίκη, για τον

Γκέοργκ ένιωσα ακόμη μια φορά μίσος.Χτες τον είδα πάλι.Τον αναγνώρισα.  Νίκησα τον φόβο μου, γιατί σε άλλη περίπτωση θα το είχα βάλει στα πόδια, και πλησίασα. Ηταν ξαπλωμένος –μάλλον σωριασμένος.Δίστασα.Στην αρχή σκέφτη κα μήπως είχε ανάγκη από βοήθεια, αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο σκέφτηκα θα φαινόταν. Είχα δίκιο. Σε λίγα λεπτά σηκώθηκε  ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο. Μου μίλησε. Ηταν ένα μαρτύριο, πιστέψτε με, σαν την ξαγρύπνια και τον βήχα, πιστέψτε με, δεν είναι μόνον οι σκιές αλλά και κείνα τα πρόσωπα, χειρότερα από την πραγματικότητα, που φωσφορίζουν μες στο σκοτάδι. Ο ξεπεσμένος άρχοντας διασχίζει την πόλη με τον γελωτοποιό του, μόνο που αυτή τη φορά ο παλιάτσος δεν είναι ο τρελός.

ΔΗΜ: Εχετε μια γνώμη για τον εαυτό σας-

ΜΠ: Υπήρχε πάντα πολλή οίηση στην οικογένειά μας.Και πάνω απ’ όλα η πίστη

ότι όλα είναι σάπια .Εκτός από μας.

ΔΗΜ: Στην περίπτωση του Γκέοργκ τον βλέπετε ακόμη  να πέφτει; Εννοώ –μήπως 

έπεφτε κι από πριν;

ΜΠ:    Οταν κάποιος πέφτει δίπλα σου τον βλέπεις να πέφτει  για πολλή ώρα.

ΔΗΜ: Ποιος πυροβόλησε πρώτος στην οδό Αιζενχάουερ;

ΜΠ: Μα ο Γκέοργκ βέβαια, αλλά οι πυροβολισμοί πέσαν σχεδόν  ταυτόχρονα.

ΔΗΜ: Εσείς πότε πυροβολήσατε;

ΜΠ: Οταν ακούς το μπαμ ανταποδίδεις, πυροβολείς σχεδόν αυτόματα, δίχως να

το σκεφθείς.Φαντασθείτε προχθές περνούσα από ένα δρομάκι ,στη μέση του Κήπου, ο αέρας που ανέπνεα , η πράσινη μυρουδιά που ρουφούσα ήταν μόνο για μένα, σε αντάλλαγμα για την αγωνία που κουβαλούσα σαν το σκουφάκι με τα κουδουνάκια, κάτι που δεν μπορούσα να βγάλω από το κεφάλι μου. Τέλος του περασμένου αιώνα, μονολογούσα, επιτάχυνση, αποχαύνωση, διαφθορά.     

ΔΗΜ: Και τώρα ο Μπόμπυ ο βομβιστής τέρμα;

ΜΠ: Εφτασα στο σημείο απ’ όπου είχα ξεκινήσει και εξακολουθώ να νιώθω ένα

μέρος του κινήματος που αναζητά την ευτυχία έξω από το πλαίσιο της κοινωνίας . Βαδίζω σ’ άλλους δρόμους, παρασύρομαι από ένα άλλο ρεύμα.  Μην φαντασθείτε ότι το απολωλός επιστρέφει πάντα και μάλιστα μετανιωμένο.

ΔΗΜ: Χρησιμοποιείτε συχνά τη λέξη «πάντα».

ΜΠ: Λέτε να μοιάζουμε με τον Γκέοργκ-

ΔΗΜ: Μπόμπυ -  σκοπεύεις να παραδοθείς στην αστυνομία;

ΜΠ: Σε καμία περίπτωση.Για ποιο λόγο άλλωστε. Εχω κάνει στη  φυλακή δεκαοχτώ 

μήνες και δεν θα ήταν μια καινούργια εμπειρία.Κι έπειτα κανείς εκεί δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματά μου. Οταν τα  βλέπεις όλ’ αυτά από απόσταση και με ηρεμία, αποκτάς μια διαφορετική εικόνα του κόσμου. Μόνον όταν πάψεις να περπατάς στα τυφλά σε περιμένει ο βαρκάρης για να σε  περάσει στην άλλη όχθη.

ΔΗΜ: Κήπος  της Εδέμ και παρανομία; Ως πότε μπορεί να συνεχιστεί αυτό;

ΜΠ: Υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις.Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι

δεν ξέρω ποιος τράβηξε πρώτος. Στην αρχή πίστευα ότι ήταν ο Γκέοργκ, αλλά

μετά δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα. Ενα πράγμα όμως βρίσκω πραγματικά ανόητο:  να πιστεύουν οι δικοί μας ότι ο Γιώργος δεν πυροβόλησε καθόλου.

ΔΗΜ: Μπόμπυ-

ΜΠ: Πάντα-

ΔΗΜ:Ναι-

ΜΠ: Ασε-                    





IV

Μ Ε Σ Η Μ Ε Ρ Ι


ΜΑΡΙΑ: Τα  νησιά Γκαλαπάγκος!

ΦΡΙΝΤΑ: Τα νησιά Γκαλαπάγκος;

ΜΑΡΙΑ: Τι ξέρεις γι’αυτά ; 

ΦΡΙΝΤΑ: Τίποτα.

ΜΑΡΙΑ:Πως τίποτα.

ΦΡΙΝΤΑ: Τίποτα 

ΜΑΡΙΑ: Κοίτα το νερό.

ΦΡ: Α είναι πράσινο.

ΜΑΡ: Και γλιτσερό.

ΦΡ: Γιατί;

ΜΑΡ: Πλησιάζουμε στα νησιά Γκαλαπάγκος.

ΦΡ: Ε  και.

ΜΑΡ: Πως το λεν το σκάφος μας :

ΦΡ: «Μπέτη».

ΜΑΡ: Και τι κουβαλά η Μπέτη;

ΦΡ: Πετρέλαιο.

ΜΑΡ: Και τι κουβαλούσε πιο παλιά η Μπέτη.

ΦΡ: Πετρέλαιο.

ΜΑΡ: Πού βρισκόμαστε τώρα.

ΦΡ: Στα  νησιά Ιγκουάνας.

ΜΑΡ: Στα νησιά Γκαλαπάγκος που είναι η πατρίδα της Ιγκουάνας!

ΦΡ: Α!  

ΜΑΡ: Ξέρεις πώς φτάνει κανείς ως εδώ;

ΦΡ: Οχι.

ΜΑΡ: Κοίτα.

( Ο Ζωγράφος στην κουβέρτα, γαντζωμένος σχεδόν από την κουπαστή, σχεδιάζει.)

ΜΑΡ: Τι κάνετε εδώ;

ΖΩΓΡ: Σχέδιο.

ΜΑΡ:Τι σχέδιο-

ΖΩΓΡ: Των πουλιών.

ΜΑΡ: Πού βλέπετε πουλιά.

ΖΩΓΡ: Παντού. Εκεί.

ΦΡ: Πάνω στα ξερονήσια  βρίσκονται μόνο ιγκουάνες.

ΖΩΓΡ: Αυτά είναι πουλιά.

ΦΡ: Ιγκουάνες!

ΖΩΓΡ: Κυρία  πρόκειται για άλμπατρος.Ολόλευκα, εκτυφλωτικά άλμπατρος.

ΜΑΡ: Πλησιάζουμε.Κοίτα αυτή είναι η μεγαλύτερη ιγκουάνα που έχω δει ποτέ.

ΦΡ: Εχεις ξαναδεί ιγκουάνα;

ΜΑΡ: Στον ύπνο μου. Ονειρευόμουν το γκριζοπράσινο κορμί της και ανατρίχιαζα.

ΦΡ:Από φόβο από-

ΜΑΡ: Από συγκίνηση.Επειτα την χαρά διαδεχόταν η  θλίψη, την θλίψη  ο πανικός     

ένας πανικός γεμάτος επιφύλαξη, ένας επιφυλακτικός τρόμος και όσο το σκοτάδι γινόταν πιο βαθύ, όσο οι ώρες και οι μέρες περνούσαν , «παίζω το τελευταίο μου χαρτί» ,σκεφτόμουν.

ΦΡ: Επειτα.

ΜΑΡ: Κοιταζόμουν στον καθρέφτη.Κάθε πρωί ήμουν πάντα εγώ  πώς συνέβαιναν 

όλα αυτά μέσα από ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί . Ενα χαρούμενο πλάσμα

και γω : ο τέλειος γάμος.

ΦΡ: Την ήθελες .

ΜΑΡ: Ζούσα στη στεριά ο τόπος μου ήταν μακρόστενος και στεγνός σαν αποβάθρα

υπήρχε πάντα το αχνό περίγραμμα της ομίχλης εκεί που θα’πρεπε να βρίσκεται το νερό.Τι μυστηριώδεις δυνάμεις κρύβουμε μέσα μας είπα όταν τελείως απροειδοποίητα από τη μέση της πεδιάδας ξεπήδησε ένας λόφος.

ΦΡ: Τα νησιά Γκαλαπάγκος.

ΖΩΓΡ: Φτάνουμε.

ΦΡ: Φτάσαμε.

ΜΑΡ: Αυτό το τοπίο μού ταιριάζει.Τη μέρα ανυπόφορο φως, το βράδυ αστραπές, με-

τά πυκνό σκοτάδι.Τις μέρες του χειμώνα – σπάνιο- δύει νωρίς, λιγοστοί ήχοι κινήσεις απροσδιόριστες η υγρασία κάνει πιο δυσάρεστη  την ομίχλη.  Δεν βλέπεις- ακούς.

ΦΡ: Ξαφνικά πέρσι το -

ΜΑΡ: Ω μην το ξαναπεις

ΦΡ: Ηταν φοβερό

ΜΑΡ: Υπάρχουν ακόμη κανίβαλοι.

ΦΡ: Σίγουρα ναι.

ΜΑΡ: Ολ’ αυτά πρέπει να τα ξεχάσουμε.

ΦΡ: Είναι δύσκολο όταν οι άνθρωποι τρώνε ανθρώπους Μαρία.

ΖΩΓΡ: Να σας πω μια ιστορία; Οταν ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ζωγράφιζε το μυστικό

Δείπνο έψαχνε να βρει τα πρόσωπα που θα τού χρησίμευαν για μοντέλο. Μια μέρα, όπως  παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, είδε ένα νεαρό ψάλτη με αγγελική φυσιογνωμία.Αυτός κάνει, σκέφθηκε, για το πρόσωπο του Χριστού.

Πώς λέγεσθε ; τον ρώτησε. Πέτρος Μποτινέλι, απάντησε ο νέος. Πέρασαν 

δέκα χρόνια . Ο Ντα Βιντσι δούλευε ακόμη το αριστούργημά του και τώρα 

έψαχνε να βρει τον ιδανικό Ιούδα.Τον ιδανικό Ιούδα! Σ’ έναν χώρο που δεν 

είναι απαραίτητο να περιγράψουμε, συναντά ένα ανθρώπινο ερείπιο, ενσάρκωση της διαφθοράς. Η μορφή του, αυτό δηλαδή που συμβόλιζε με την έκφρασή της, αντιπροσώπευε για τον ζωγράφο τον Ιούδα. Πώς λέγεσθε; τον ρωτά. Πέτρος Μποτινέλι, απάντησε εκείνος.

( Η  ΜΑΡ. και η ΦΡ. ξεκαρδίζονται )

ΖΩΓΡ: Γελάτε ;

ΦΡ: Το φως του φεγγαριού με κτύπησε στο κεφάλι.

ΜΑΡ: Είναι τόσο ευεργετικός ο ήλιος τις χειμωνιάτικες μέρες , φτάνει να μην βρέχει

η υγρασία κάνει τα κόκαλα να πονούν το λίγωμα στις αρθρώσεις το εξάρθρωμα του αυχένα.

ΦΡ:  Η παιδική μου φίλη, το πρώτο ταξίδι στα νησιά της Ιγκουάνας. ( στον ΖΩΓΡ) Εσείς ξανάρθατε δω; Εκείνη ήταν τόσο πρόθυμη να ξεκλέψει λίγο χρόνο από τον απαιτητικό της σύζυγο και τα αρπακτικά της παιδιά για ν’αφιερώσει την κομματιασμένη  ψυχή της σε μένα, να με βοηθήσει να ξεπεράσω το μούδιασμα που ξεκινά από τα πόδια ανεβαίνει στους μηρούς φτάνει στην κοιλιά αργά πολύ αργά. Με καθίζει στον πάγκο, μού διηγείται την ιστορία της μητέρας και όλων των συγγενών και φίλων γένους θηλυκού που απέμειναν δίχως φύλο δίπλα σ’ένα βαρέλι γεμάτο ξερά φύλλα έτοιμα για μια μεγάλη φωτιά. Μιλά και γω αισθάνομαι μιαν απαίσια μυρωδιά «ψοφίμι» φωνάζω εκείνη γελά εγώ ντρέπομαι αρχίζω να διηγούμαι ιστορίες για την  κοιλάδα την ομίχλη και βέβαια τον λόφο.Επειτα από κάθε περίπατο η φίλη μου επέστρεφε αυτή η διαδρομή – ελάχιστα μέτρα ως την άκρη της  θάλασσας – μάς έδενε κάποτε, γιατί τώρα το νήμα χαλάρωσε  οι άκρες του κρέμονται, η διαίσθησή μου προκάλεσε την εξάντληση της τρυφερής σάρκας, το σιγανό βράσιμο των σωθικών.

ΖΩΓΡ: Τι απέγινε η φίλη σας.

ΦΡ: Την κατασπάραξαν . Ενα πλήθος  γκριζοπράσινες ιγκουάνες.

ΖΩΓΡ: Ω!

ΜΑΡ: Τι άλλο πρόκειται να συμβεί.

ΦΡ: Μες στο μυαλό μας τίποτα. Ακούω τον μακρινό χτύπο ενός ρολογιού.

ΖΩΓΡ: Δεν ακούω τίποτα.

ΜΑΡ: Ισως η βοή της θάλασσας.

ΦΡ: Πλησιάζουμε.

ΖΩΓΡ: Πού;

ΜΑΡ: Στα νησιά της Ιγκουάνας με τα άλμπατρος.

ΦΡ: Δεν πιστεύατε ότι θα τα δούμε;

ΜΑΡ: Νιώθω μια ιδιαίτερη έλξη για το νερό.

ΦΡ: Και γω.

ΖΩΓΡ: Ξάφνου το θαύμα μια λάμψη ένα αδύναμο φως αγγίζω κάτι μαλακό

Φύκια  άμμος ίσως χορτάρι.

ΦΡ: Φτάσαμε.

ΜΑΡ: Πού;

ΦΡ: Κι εσύ τα΄χεις χαμένα;

ΜΑΡ: Τα νησιά Γκαλαπάγκος.





V

       Π Ρ Ω Ι


Α΄ ΦΩΝΗ: Αυτό το σπίτι είναι σκοτεινό. Σκοτεινοί οι τοίχοι  σκοτεινός ο αέρας σκοτεινό το νερό σκοτεινοί οι διάδρομοι

Β΄ ΦΩΝΗ: Δεν αντέχω την  σιωπή.

Α΄ ΦΩΝΗ: Ψυχές ..παράθυρα

Β΄ ΦΩΝΗ: Θέλω να φύγω από δω.

Α΄ΦΩΝΗ: Στο σκοτάδι υπάρχει μια παράξενη ζωή.

Β΄ ΦΩΝΗ: Εδώ εκεί  δεν υπάρχει.

Α΄ΦΩΝΗ: Ακου.

Β΄ΦΩΝΗ: Δεν μπορώ να υποφέρω τα ουρλιαχτά του Δεν μπορώ να υποφέρω-

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ –




ΧΙΛΝΤΑ:

Η Χίλντα είναι ενενήντα ακούει και βλέπει όπως όλος ο κόσμος, γυροφέρνει στους δρόμους γύρω απ’ το σπίτι με τα μάτια κλειστά αφού ξέρει κάθε γωνιά του καρτιέ κι έχει ζήσει σε χώρες όπου ο χρόνος κυλούσε ελαφρά.Στο παγκάκι του πάρκου κοιτά τις σταγόνες όλα έχουν το χρώμα της νύχτας που αργεί κι όμως θάρ’θει  και έχει τόσα ακόμη να μάθει από το μικρό της σκυλί που την βλέπει στα μάτια.Το πρωί και το απόγευμα διπλώνει τα πόδια η κάλτσα έχει στρίψει η ζακέτα κρεμά μα πριν βγει θυμάται τις ώρες, τις χιλιάδες στιγμές χρόνια πριν, με ζώα και ανθρώπους και αδιάφορα βγαίνει στον δρόμο για να βρει την πλατεία.Οι υπόλοιποι είναι το ίδιο μικροί καμωμένοι από ζύμη που φουσκώνει απ’την ζέστη μόνο το θερμό καλοκαίρι.Τα βράδια οι φίλοι δεν κτυπούν το κουδούνι: περιμένουν απέξω σε απόσταση απ’τον χώρο της φίλης που γνωρίζει καλά – όνομα – επάγγελμα - και ποτέ δεν ρωτά. Οι αναμνήσεις δεν πνίγουν, με τις αναμνήσεις ζεις, συνηθίζει να λέει .Κουνά τα χέρια χωρίς να μιλά ο ουρανός –κάποια άστρα έχουν βγει - τής θυμίζουν το ψηλό της δωμάτιο  στο ταβάνι λεκέδες πριν ακόμη αρχίσει να ζει. “Mόλις που αρχίζω να ζω και στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν υπήρξα ποτέ στον κόσμο των πραγμάτων, της θολής εικόνας που ήταν ο στόχος, ο σκοπός μου, φοβόμουν.” Στα παγκάκια του πάρκου γύρω γύρω φοβούνται, δεν ξέρουν πώς και αν υπήρξαν για κείνον τον μεγάλο Θεό που συχνάζει στους τάφους.Εκείνη αποφεύγει τα πολυσύχναστα μέρη –καφενεία, διαλέξεις,ωδεία- όταν κάποιος φίλος τους φεύγει για να παίξει κρυφτό μ’ έναν άγγελο που κρατάει και κρύβει το μικρό του μαχαίρι, ξεπερνάει την πλήξη, πηγαίνει.Αποφεύγει τον κόσμο η Χίλντα, τής αρέσει η βαθιά ηρεμία, το ζωάκι της τρέμει, μισεί την βροχή, ο ήλιος όταν καίει  την γδέρνει.Στο τίποτα βρίσκει γαλήνη.Κάποτε-

Κάποτε σ’ ένα οικόπεδο, σαν λιβάδι απ’ τα χόρτα και τους κίτρινους θάμνους, συνάντησε ένα πλάσμα δίχως μύτη κι αυτιά ούτε στόμα.Νόμισε πως δεν είχε ούτε χέρια ,πρόσφερε όμως φωτιά κι είδε μες στα κουρέλια κάτι χρυσό.Δεν σιχάθηκε.Χαμογέλασε, το ίδιο και κείνος.Οι λεπροί σκέφθηκε καθαρίζονται εδώ.Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα θ’ανεβώ και θα δω ό,τι πάντα γλυκά ονειρευόμουν: βαθυγάλανη θάλασσα δίχως να λικνίζεται τίποτε πάνω.Κι έπειτα πρόσθεσε (πολύ σιγά): “Πρόσεξε κόρη μου -τι είπες;- σήμερα  βρέχει, δυο τρία ρούχα παντελόνι σακάκι φανέλα τρυπημένα απ’ τα ψάρια επιπλέουν για λίγο πριν πάνε στον πάτο –τι παράξενο βάρος νιώθω ότι έχουν! – γαντζωμένα στις πέτρες, κολλημένα στο βυθό με τις κόγχες, ένα πρόσωπο σχηματίζεται απ’ όλ’ αυτά ένα στόμα χοάνη ψιθυρίζει τη λέξη επανάσταση πριν βγουν στην στεριά.Απ’ το σώμα που πλέει θα μάς δώσουν το πρόσωπο που θέλουν αυτοί, μη γυρίζεις το πτώμα απ’ την άλλη μεριά , άφησέ το με τα χέρια ανοιχτά άστο να ταξιδεύει ,δες το κεφάλι από πίσω, μην κοιτάζεις το πρόσωπο Χίλντα, δεν είναι,  πριν χαθεί ήταν  τόσο δεμένο με ανθρώπους που αγαπούσαν το φως και  το ψέμα.”

Δεν υπάρχει αγάπη- ποτέ- πάντα και τώρα προδοσία, λίγο πριν κάποιος οίκτος, πριν πριν απ’ αυτό χέρια που αγγίζουν το ένα το άλλο, η Χίλντα θυμάται μυρωδιές από αγιόκλημα και απέραντο πόνο  τις νύχτες, το βραδάκι συναυλία αγίων που χυμούσαν εναντίον θεών και ανθρώπων, το απόγευμα παρελάσεις παιδιών που κτυπούσαν τα πόδια, το μεσημέρι την στρατιά των δαιμόνων, το πρωί- το πρωί δε θυμάται, το αργό της περπάτημα κάτι θυμίζει σε άλλους.


Στην άκρη της θάλασσας, στης ζωής της τη μέση με μορφασμό που θυμίζει το γεμάτο αγωνία ο των ψαριών κλείνει το στόμα.Τα πουλιά φτερουγίζουν, κάποια φοβούνται την κλέφτρα που θέλει να παίξει, όμως οι αδύναμες ακτίνες τού ήλιου αντέχουν τη βία που κρύβει κάθε εξέγερση.Προτιμούν την ειρήνη.Δεν υπάρχει αγάπη στην Χίλντα, περασμένα τα ενενήντα πάνω στον βράχο κατρακυλάει, ξεσκίζεται.Η ανθρώπινη φιλία (ειπωμένο) ο Βενιαμίν (χαλασμένο) η μουσική και τα λόγια (καταστραμένο) ό,τι χωρά σ’έναν πυροβολισμό (βιασμένο) η σαύρα χορεύει με τα μαγικά παπουτσάκια τής κούκλας, η ακίνητη σαύρα!


Τα πρωινά μια βολτούλα στη λεωφόρο με τα πολλά μαγαζιά, ανάμεσά τους να ένας πήλινος πύργος (ή εκείνη τον βλέπει σαν Όρος) εκεί πάνω είναι δεμένος ο Προμηθέας των στενών και των δρόμων.Χλωμός σαν το φως περιμένει τον γύπα είναι ο Καύκασος στην λεωφόρο που διασταυρώνεται με κάθετους δρόμους κι αυτοί με δρομάκια που βγάζουν σε πλατείες με  μικρούτσικα πάρκα ,ίσα ίσα χωρούν δυο παγκάκια.Και τα λόγια που ξεστομίζουν οι απελπισμένοι της συνοικίας τού σκότους, τούς πηγαίνουν σε στάσεις όπου όρθιοι στέκουν ,σαν ηλίθιοι από κούραση και βαθιά αδιαφορία, πορθμείς. Η λεωφόρος είναι ενενήντα, σαν εκείνη.Μια γυναίκα που δεν κλέβει φωτιά, αλλά λόγια.Με ένα όνομα ξένο, μολονότι πιστεύει σ’αυτό που στέλνει ό,τι λείπει.Δεν φοβάται, κουνάει τα χέρια, δεν υπάρχει αγάπη, το ξέρει,κι ας τής λέει η μνήμη των λόγων παραμύθια για εγγόνια που δεν  έχει.Πολεμά μες στον δρόμο, με μαστίγιο διώχνει εμπόρους,τρωκτικά, μηχανές.Το πρωί ξυπνά μόνη στο σπίτι με τα δυο της κομμάτια το χάραμα ίσα κομμένα και ορθά.  


Δημοφιλείς αναρτήσεις