Βερονίκη Δαλακούρα: ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
Π α ρ α λ λ α γ έ ς
1
Α ν ά σ α
Πρόσωπα: Πρώτος
Άντρας
Δεύτερος Άντρας
Γυναίκα
Παιδί
Δρόμος. Ένα διώροφο σπίτι.
Ακούγεται ένα παλιό ρεμπέτικο.
Στο πεζούλι κάθονται δύο άντρες.
Στο βάθος η Γυναίκα και το Παιδί.
Πρώτος Άντρας (
στον Δεύτερο) : Η ώρα περνά . Σου δίνω είκοσι λεπτά.
Δεύτερος Άντρας:
Σαράντα.
Πρώτος :
Είσαι τρελός. Μισή ώρα το πολύ.
Δεύτερος:
Λοιπόν αρχίζουμε.
Πρώτος: Μικρό διώροφο σπίτι. Τέσσερα παράθυρα. Δυο σε
κάθε πάτωμα. Μπροστά δρό-
μος. Αραιά και που αυτοκίνητα. Το βουητό της πόλης.Τρεις
ενήλικοι κι ένα παιδί.
(΄Ερχονται η Γυναίκα και το Παιδί.) Το παιδί –αγόρι- στέκεται κάτω από το παράθυρο του
πρώτου
ορόφου και κοιτάζει προς τα πάνω. Η γυναίκα βρίσκεται στην άκρη του
δρόμου ,
ο
Πρώτος Άντρας (εγώ) μπροστά
στο παράθυρο του ισογείου , ο
Δεύτερος πίσω από το
παράθυρο του
πρώτου ορόφου. Το παιδί είναι μια ήρεμο μια φοβισμένο. Η μάνα του στέ-
κεται στο πεζοδρόμιο σε μια στάση λεωφορείου. Αυτός που
είναι δίπλα του υποθέτουμε πως είναι ο
αδελφός του ενώ από κάτω βρίσκεται ο πατέρας του. Φοβάται γιατί δεν ξέρει τι θα
συμβεί.
Δεύτερος: Τι θα συμβεί και πότε;
Πρώτος
: Όταν αρχίσουν όλοι αυτοί να μιλούν. Όχι, δεν γνωρίζουμε
αν πρόκειται για τον αδελφό του ή κάποιον άλλο.
Δεύτερος:
Η γυναίκα είναι η μητέρα;
Πρώτος: Ναι.
Δεύτερος
: Για τί πράγμα θα μιλήσουν;
Πρώτος
: Για τον φόβο.
Παιδί: Όλη την νύχτα ονειρευόμουν.
Πρώτος: Όλο το βράδυ ήταν ξάγρυπνος.
Παιδί: Τραύλιζα, δίχως να μπορώ να αρθρώσω λέξη.
Γυναίκα
: Και ;
Δεύτερος(
στη Γυναίκα ) : Τίποτα. Το πρωί
ήρθε ήρεμο, κατασκότεινο όπως πάντα.
Πρώτος: Ψιχάλιζε . Τώρα βρέχει.
Παιδί: Ένα απερίγραπτο σκοτάδι , ακούγονταν παράξενες λέξεις.
Έπειτα κάτι στρογγυλό που πλησιάζει.
Γυναίκα
(στο Παιδί) : Είδες κανένα
πρόσωπο;
Παιδί:
Είπα ήταν σκοτάδι.
Πρώτος
: Σαν να διέκρινα κάποια λάμψη.
Δεύτερος
: Τι είδους λάμψη;
Γυναίκα
: Υπάρχουν πολλές λάμψεις ;
Δεύτερος
: Χιλιάδες.
Παιδί
: Σιγά..
Δεύτερος
( στο Παιδί) : Πες μας εσύ που
ξέρεις.
Γυναίκα
: Τι να ξέρεις άμα δεν έχεις ζήσει.
Δεύτερος
: Μιλάς για τον εαυτό σου. Οι νέοι έχουν πλούσια φαντασία
.
Γυναίκα
: Εγώ δεν έχω ζήσει τίποτα.
Πρώτος : Είναι τρομαχτικό αυτό
Γυναίκα
: Ακούω τη φωνή αυτών που αγαπώ στα όνειρά μου.
Το
Παιδί ( γελά)
Πρώτος
: Εγώ δεν βλέπω ούτε ακούω κανέναν. Μερικές φορές κάποια
πρόσωπα μπερδεύονται.
Δεύτερος: Κι έπειτα;
Πρώτος: Ξαναφεύγουν αθόρυβα , μόνο που
Δεύτερος
: Ναι;
Πρώτος: Η αναμονή, ώσπου να φύγουν, είναι γεμάτη φρίκη. Κλείνω
τα μάτια για να μην δω
Αλλά
Δεύτερος: Το πετυχαίνεις;
Πρώτος: Σπάνια. Δεν περιγράφεται αυτό το συναίσθημα.Κάποιοι
είναι εκεί και συ θέλεις να φύγεις. Αυτό- αυτός είναι ο άγνωστος.
Γυναίκα: Ακούω το λεωφορείο να έρχεται. Ποτέ δεν μου μίλησες -
γι’ αυτό
Πρώτος: Ποιος ο λόγος.΄Αλλωστε στα όνειρά μου χτυπιέμαι
αγωνίζομαι ν’ αναπνεύσω σπαρταρώ
Παιδί: Εγώ ανασαίνω με δυσκολία. Μετά ξυπνάω.
Γυναίκα
: Όταν ακούω τέτοια πράγματα δεν θέλω να υπάρχω.
Παιδί: Γιατί;
Δεύτερος
: Μη μιλάς. Μη μιλάς έτσι.
Πρώτος
: Ποιος σ’ εμποδίζει να κάνεις αυτό που θέλεις
Γυναίκα: Κάνω πάντα αυτό που μισώ.
Πρώτος
: Τρεις άνθρωποι φυλακισμένοι. Το κλουβί δεν είναι χρυσό
ούτε σιδερένιο, είναι από ξύλο.
Παιδί: Α ! Είδα ένα τέτοιο στο παζάρι!
Δεύτερος
: Η οικογένεια. Μια οικογένεια με φαντασία.
Γυναίκα
: Μου γαμήσατε τη ζωή.
Πρώτος: Κάθομαι εδώ και περιμένω.
Γυναίκα: Κι αυτό συνεχίζεται.
Δεύτερος: Φταις!
Πρώτος
: Κοίταξέ την.
Πες μου αν σου θυμίζει τίποτα από το παρελθόν.
Δεύτερος: Δεν νομίζω. Προσπαθώ. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα.
Πρώτος: Μακάρι να μην ξανάβλεπα
αυτό το παιδί . Σαν να’χει πάρει την μορφή κάποιου
Γυναίκα: Είναι το παιδί μου, το μικρό μου αγόρι.
Δεύτερος: Φταις !
Πρώτος:
Δεν πρόκειται να μείνω πολύ .Έχω άλλα σχέδια.
Δεύτερος:
Σκατά.
Παιδί
: Μαλακίες.
Πρώτος: Ούτε μ’ ενδιαφέρει γιατί μιλούν. Δεν πιάνω τίποτα.
Απλά- απλώς δε θέλω να μείνω μαζί τους. Έχω άλλα σχέδια. Φοβάμαι εδώ.
Παιδί: Θα με πάρεις μαζί σου;
Πρώτος: ( γελά)
Παιδί : Θα με πάρεις;
Πρώτος:
Μα εσύ φοβάσαι και στον ύπνο σου!
Παιδί : Ξέρω ότι εσύ δε φοβάσαι. Δε φοβήθηκες ποτέ!
Γυναίκα: Αηδίες. Έρχεται το λεωφορείο. Ανεβαίνω με τρόμο για
ό,τι θα αντικρίσω.Ανέκφραστα πρόσωπα, φάτσες εξαγριωμένες, άδεια βλέματα, βρώμα
παντού, μυρωδιά που’χει γίνει ένα με το δέρμα. Αν αγγίξω αυτά τα κορμιά θα
ξεράσω. Κι όμως τα ακουμπώ άθελά μου
στριμωγμένη ανάμεσα σε ένα μελαχρινό και μια κατάξανθη. Ή το αντίθετο.
Θέλω να γυρίσω πίσω αλλά δε γίνεται.. Σε
πεντέξι στάσεις κατεβαίνω. Παίρνω το μετρό. Μετρώ ως το ενενήντα. Κατεβαίνω
αλλάζω γραμμή. Στην έκτη στάση –ούτε που θυμάμαι ποια- έχω φτάσει.Είμαι
μούσκεμα από τον ιδρώταˑ δεν κάνει ζέστη όμως ίδρωσα είμαι βρεγμένη παντού
νιώθω ..έχω μια τεράστια αγωνία.
Πρώτος: Δεν οδηγείς;
Γυναίκα
: Εσύ έζησες διαφορετικά. Εσύ μεγάλωσες.
(Θόρυβος λεωφορείου.
Η γυναίκα φεύγει.)
Παιδί: Μαμά.
Δεύτερος: Μάνα να λες.
Παιδί: Θ’ αργήσει;
Πρώτος
: (πλησιάζει,
έπειτα απομακρύνεται από το παράθυρο .
Φαίνεται η σκιά του καθώς φτιάχνει τη βαλίτσα του). Πατέρα, ήρθε η ώρα μου.
Δεύτερος: (ανήσυχος)
Φεύγεις παιδί μου;
Πρώτος: ( ακούγεται η φωνή του ) Καιρός δεν είναι;
Έχω τόσα να κάνω.
( Ο Πρώτος
εμφανίζεται κρατώντας τη βαλίτσα )
Δεύτερος: Πρόσεχε.
Πρώτος: Γιατί, τι έχω να φοβηθώ;
Δεύτερος: (πολύ ανήσυχος)
Να προσέχεις!
Παιδί: (σχεδόν
τρομοκρατημένο) Που πας ;
Πρώτος: (γελώντας)
Στη δουλειά χαζούλη !
( Βγαίνει )
Δεύτερος: Έφυγε;
Παιδί: ( σκύβοντας από
το παράθυρο, πολύ σιγά ) Ναι.
Δεύτερος: Δεν κρίνουμε τους άλλους απ’ αυτά που σκέφτονται ούτε απ’ ό,τι λένε, αλλά απ’ αυτά που κάνουν.
Κατέβα κάτω.
Παιδί: Τι θες να πεις;
(Το παιδί
κατεβαίνει από μια εσωτερική σκάλα . Στέκεται μπροστά στον πατέρα.)
Δεύτερος: Μη φοβάσαι .
Παιδί: Και συ μη βλαστημάς.
Δεύτερος: Μ’ άκουσες να βλαστημάω;
Παιδί: Ναι. Βρίζεις. Πάντα βρίζεις και βλαστημάς.
Ο
Δεύτερος κλωτσά το παιδί που πέφτει κάτω προσπαθώντας να προστατευθεί με τα
χέρια του.
Π α ρ α λ λ α γ έ ς
2
Σε
χαιρετώ, Μαρία
Πρόσωπα
:
Άντρας
Γυναίκα
Παιδί - ( Σε
τρεις ηλικίες :Μικρό , Νέος, Ώριμος Aντρας)
Αρραβωνιαστικιά
Ο Άντρας και η
Γυναίκα προχωρούν σ’ έναν έρημο δρόμο.Ακολουθεί το Παιδί.
Που και που ακούγεται μια όμορφη
σύγχρονη μελωδία.
Έχουν
ένα σακίδιο στην πλάτη και φαίνονται ταλαιπωρημένοι.
Άντρας(
ήρεμα) : Αργούμε να φτάσουμε.
Γυναίκα: Όχι . Σε λίγη ώρα ελπίζω.
Άντρας: Ο ήλιος είναι ψηλά. Ξεκινήσαμε ξημέρωμα.
Γυναίκα ( τρυφερά) : Και δε θ’ αργήσουμε σου λέω.
Άντρας ( στον εαυτό του): Δε θ΄αργήσουμε.
Γυναίκα: Είναι ψηλά ο ήλιος. Χθες το φεγγάρι ήταν
κατακόκκινο. Θα φυσήξει.
Άντρας: Σκέφτομαι
το παιδί. Αν κουραστεί;
Γυναίκα: Θα κάνουμε όπως παλιά. Στην αγκαλιά -μια εσύ μια
εγώ.
Άντρας ( μελαγχολικά) : Όπως παλιά.
Γυναίκα: Θυμάσαι;
Άντρας: Ναι.
Γυναίκα: Το κρατούσαμε από μικρό στα χέρια. Πάντα στα
χέρια κολλημένο πάνω μας.
Άντρας: Ναι.
Γυναίκα: Ακόμα κι όταν θήλαζε το τραβούσες από πάνω μου
για να το κρατήσεις –και συ
Άντρας: Ναι
Γυναίκα: Τώρα-
΄Αντρας: Τώρα
Γυναίκα: Τώρα αν- μόλις φτάσουμε θα θέλει και πάλι να
κοιμηθεί στην ποδιά μου.
Άντρας: Ακόμη και πριν φτάσουμε θα γαντζωθεί από πάνω
μας.
Γυναίκα: Είναι μεγάλο παιδί.
Άντρας. Μεγάλο
Γυναίκα: Όταν περπάτησε έτρεξε δεν περπατούσε όπως όλα τα
μικρά ούτε μπουσούλησε
Άντρας ( στον εαυτό του):
Δεν περπατούσε
Γυναίκα ( στον Άντρα, έπειτα στο Παιδί) : Κουράστηκες;
Κουράστηκες;
Άντρας : Όχι.
Άλλωστε δε θ’ αργήσουμε να φτάσουμε.
Γυναίκα: Δε θ’ αργήσουμε.
Παιδί: Κουράστηκα .
Γυναίκα: Να σε πάρω στα χέρια;
Παιδί: Όχι.
Άντρας: Άστον
Γυναίκα: Προσπαθώ να θυμηθώ τα πρώτα χρόνια.
Άντρας: Μην χάνεις τον καιρό σου. ( Σταματά να βαδίζει. Απομακρύνεται από κοντά της.)
Γυναίκα: Είσαι
κακόκεφος
Άντρας: Δε θέλω να θυμάμαι
Γυναίκα: Ούτε και γω. Αλλά όλα έρχονται ξανάρχονται τόσο
ζωντανά.
Άντρας: Γιατί δε θέλεις να ξεχάσεις
Γυναίκα( στον εαυτό της):Δε θέλεις
Άντρας: Ο ήλιος μας καίει
Παιδί: Κάνει ζέστη
Γυναίκα ( στο Παιδί): Να σου βρέξω το κεφάλι με λίγο νερό
Παιδί : Όχι
Άντρας; Άστον
Γυναίκα ( στον Άντρα): Ποτέ δεν ήθελες-
Άντρας( συγκρατώντας την οργή του ): Πάντα να γίνεται το
δικό σου
Γυναίκα : ήταν και δικό μου παιδί
Άντρας: Το δικό σου παιδί
Γυναίκα ( σταματά να βαδίζει): Ναι, ήταν το παιδί μου
Άντρας( στο Παιδί που έχει καθήσει κάτω και παίζει με
πέτρες): Σήκω
Γυναίκα : Άφησέ τον !
Άντρας ( την πλησιάζει εχθρικά): Τι περίμενες λοιπόν να γίνει
Παιδί: Μην τσακώνεστε
Γυναίκα (ήρεμα) : Δεν τσακωνόμαστε
Άντρας: Ποιος το περίμενε ˑ ώρες κάτω από τον ήλιο.
Σκοτωμένοι από την κούραση και τη ζέστη.
Παιδί: Ζέστη
Γυναίκα (συγκρατώντας τη λύπη της): Σας υποσχέθηκα ότι θα
φτάναμε πριν το μεσημέρι. Το απόγευμα θα ξεκουραστούμε το βράδυ θα κοιμηθούμε
στο χωριό.
Άντρας ( περισσότερο θλιμμένος παρά οργισμένος): Στο χωριό
Παιδί: Είναι μακριά;
Γυναίκα ( στον Άντρα): Ας περπατήσουμε λίγο ακόμη. Μην
σταματάμε
Άντρας( στον εαυτό του): Να μην σταματήσουμε εδώ
Γυναίκα: Είναι ερημιά όμως
Άντρας: όμως
Γυναίκα; Νιώθω ότι μας κοιτούν
Άντρας: Έτσι είναι
Γυναίκα: Εγώ αυτή την εντύπωση είχα από την αρχή κι είναι
λάθος αυτού του είδους οι ονειροφαντασιές, ότι δηλαδή ξεκινώντας ήταν καρφωμένα
πάνω μας χιλιάδες μάτια ότι ο δρόμος κάτω είχε χώμα και μάτια ότι το φως και οι
ακτίνες του ήλιου περνώντας μέσα από τις φυλλωσιές κάποιων δέντρων έφταναν ως
εμάς μεταμορφωμένες
Άντρας: Λίγες συστάδες δέντρων
Γυναίκα (στον εαυτό της): μεταμορφωμένες
Άντρας: Είναι άχρηστη η φαντασία
Γυναίκα (ξαφνιασμένη): Ποιος είπε ότι φαντάζομαι. Δε
βλέπουμε ό,τι επιθυμούμε ό,τι φοβόμαστε
βλέπουμε
Άντρας ( στον εαυτό του): Βλέπουμε ( στη Γυναίκα) Κάποτε
ήθελα σε κοιτούσα συνέχεια τώρα
Γυναίκα (παιχνιδιάρικα): Έχεις το παιδί
Άντρας: Και συ το εξοχικό που τόσο αγαπάς
Παιδί ( δείχνει με το χέρι): Φτάσαμε!
Γυναίκα ( χαρούμενη): Να το σπίτι μας διαγράφεται στο
βάθος
Άντρας: Του ορίζοντα
Γυναίκα: Στον λόφο
ναι ο ήλιος χαμηλώνει φτάνουμε
Άντρας: Ο κήπος ξεράθηκε
Γυναίκα: Άνοιξε την πόρτα
Άντρας: «Σε παρακαλώ»
Γυναίκα: Άνοιξε την πόρτα σε παρακαλώ
Άντρας: Πόσα έδωσες γι’ αυτό
Γυναίκα: Ξέχασες το δάνειο
Άντρας: Πόσα πληρώνουμε το μήνα γι’ αυτό
Γυναίκα: Δεν είναι πολλά.
Άντρας: Για μας είναι πολλά. Έχουμε άλλες ανάγκες.
Γυναίκα: Σταμάτα
Άντρας: Ε, όχι
Γυναίκα: Είναι κληρονομιά απ’ τον πατέρα μου
Άντρας: Εντάξει.
Γυναίκα: «Συγνώμη»
Άντρας : Εντάξει συγνώμη
Γυναίκα: Μην παρακαλάς για συγνώμη
Άντρας: Πόσο θα’θελα να φύγω να μπορούσα να φύγω
Παιδί: Με πονά το κεφάλι
Γυναίκα:Γιατί
Παιδί: Με πονά το κεφάλι
Άντρας: Ο ήλιος ίσως
Γυναίκα (στο Παιδί) : Έλα δω (το αγκαλιάζει) Που πονάς
(Το Παιδί γέρνει
στην αγκαλιά της)
Γυναίκα: Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου θα περάσει
Παιδί: Ζαλίζομαι
Γυναίκα: Θα σε πλύνω εγώ
Άντρας( αποκαμωμένος): Ξαπλώνω
Γυναίκα ( στον Άντρα): Κοιμήσου
Παιδί: Πονώ
Γυναίκα (στο Παιδί): Ξεκούρασε το κορμί σου
Άντρας ( στη Γυν.): Θυμάσαι;
Γυναίκα: Ναι.
Άντρας: Κοιμήθηκα και κείνος έγειρε στο ντιβάνι .Το
βραδάκι άνοιξε τα μάτια.Για λίγο.
Γυναίκα( στον εαυτό της): Για λίγο
Άντρας : Μετά όλα έσβησαν.Πρώτα ήρθε ο τρόμος κι έπειτα
μια βαριά σιωπή. Ούρλιαζα. Εσύ δε μιλούσες
Γυναίκα (στον εαυτό της): Για λίγο άνοιξε τα μάτια για
τελευταία φορά τα μάτια
Άντρας: Το δικό μου παιδί ξαπλωμένο σ’ ένα μικρό κρεβάτι
ακίνητο
Γυναίκα( στον εαυτό της) : Γύρω στα μεσάνυχτα μου ζήτησε
νερό
Άντρας: Μυστήριο ένα πραγματικό μυστήριο.Σάμπως όλα να
μαζεύτηκαν για να δημιουργήσουν μια ρήξη.Ναι αυτό ένα σπάσιμο από τα μέσα. Αυτό
έχει σημασία όταν κάποιος προσπαθεί να ξεχάσει
Γυναίκα: Μετά τα λόγια, οι φωνές, η περιγραφή, οι
διηγήσεις σαν να μιλάς για την εξαγωγή ενός δοντιού : αναισθησία , μούδιασμα,
δάκτυλα και εργαλεία που κινούνται μες στη στοματική κοιλότητα, μες στην τρύπα
που χάσκει και ξάφνου κρατς! Σπάει το σάπιο δόντι. Η ρίζα μένει μέσα, ο γιατρός
πρέπει να σκάψει να παιδέψει και να παιδευτεί μέχρι να τα καταφέρει να πιάσει
τη ρίζα την χαλασμένη βρώμικη ρίζα
Άντρας: Αγαπάς αυτό το σπίτι
Γυναίκα (στον εαυτό της): Αγαπώ
Άντρας: Πόσες φορές έχουμε έρθει
Γυναίκα: Αμέτρητες ίσως
Άντρας: Εσύ -εγώ λίγες
Γυναίκα: όμως είμαστε πάλι εδώ ακόμη κι αν
Άντρας ( ερωτηματικά): ακόμη κι αν
Γυναίκα: δεν ήθελες να με δεις
(Μπάινει το Παιδί .
Είναι Νέος΄Αντρας . Φορά φαρδιά ρούχα, αθλητικά παπούτσια.Αφήνει κάτω τον σάκο
του.)
Γυναίκα: Γύρισες.
Άντρας: Άργησες.
Παιδί-Νέος (χαμογελά στη Γυναίκα): Πάντα μου άρεσε δώ.
Πως τα περνάτε;
Γυναίκα; Μια χαρά.Εμείς τα περνάμε όμορφα. Πού μένεις;
Παιδί-Νέος: Κάτω απ΄το Κάστρο.
Άντρας: Ά.
Γυναίκα: Το ξέρω το σπίτι των γονιών σου.
Παιδί- Νέος: Μένω
μόνος μου τώρα.
Γυναίκα: Είναι καλά ο πατέρας σου;
Παιδί-Νέος: Πέθανε πέρσι.
Γυναίκα: Ά! Κι η μάνα σου;
Παιδί-Νέος : Και κείνη με διαφορά λίγων μηνών
Γυναίκα(στον εαυτό της) : Με διαφορά λίγων μηνών
Άντρας: Λυπάμαι.
Γυναίκα: Τους είχα γνωρίσει. Λυπάμαι. Και τώρα ζεις μόνος
Παιδί-Νέος: Με την αρραβωνιστικιά μου
Γυναίκα: Αρραβωνιάστηκες. Μπράβο
Παιδί-Νέος: Το σπίτι ήταν κληρονομιά της μάνας μου από
τον πατέρα της. Παλιό. Ερείπιο.Πήρα δάνειο και το φτιάχνω.
Άντρας: Συγχαρητήρια.
Γυναίκα: Το
κορίτσι είναι από δω;
Παιδί-Νέος: Όχι. Γνωριστήκαμε όταν τέλειωνα την σχολή. Πρώτη
φορά έρχεται στα μέρη μας.
Γυναίκα: Ά.
Άντρας( ερωτηματικά): Της αρέσει
Γυναίκα (ερωτηματικά): Θα μείνετε εδώ
Παιδί-Νέος (στριμωγμένος): Δεν ξέρω
Γυναίκα (στον εαυτό της) : Το παιδί μου αμίλητο.
Άντρας (σιγά): Και συ στο κολόσπιτό σου .
Παιδί-Νέος(χαμογελαστά): Εσείς είστε μόνιμοι πια εδώ.
Γυναίκα: Ας πούμε.Τα τελευταία χρόνια .
Παιδί-Νέος: Ναι
Άντρας: Λοιπόν.
Παιδί-Νέος: Τι πρόβλημα έχετε;
Γυναίκα: Τίποτα δε δουλεύει.Οι σωλήνες του μπάνιου
έσπασαν η λεκάνη πλημμυρίζει ο νεροχύτης βούλωσε
Άντρας: Οι ασφάλειες πέφτουν
Παιδί-Νέος: Θα κοιτάξω το ταμπλό
Γυναίκα (στον εαυτό της): Θα κοιτάξει
Άντρας:Πηγαίνω έξω
Γυναίκα (στον εαυτό της): Στο πεζουλάκι ένα καφτό
απόγευμα με λίγο νερό από την στέρνα
Άντρας: Φεύγω (στον εαυτό του) μες στην ερημιά
Παιδί-Νέος: Αν θέλετε σας κατεβάζω με το αυτοκίνητο στην
πόλη
Άντρας: Μην μπαίνεις στον κόπο
Γυναίκα: Δεν αξίζει τον κόπο
Παιδί-Νέος: Πως ! Κάνει ζέστη.
Γυναίκα ( στο Παιδί-Νέο): Μην κάθεσαι εκεί
Άντρας: Θέλω να περπατήσω
Γυναίκα : Θες λίγο νερό;
Παιδί-Νέος: Κουράστηκα.
Γυναίκα: Λίγο νερό
Άντρας: Πηγαίνω
Παιδί-Νέος: Με πονά το κεφάλι. Πονά το κεφάλι μου
Γυναίκα: Ξάπλωσε
Παιδί-Νέος: Όχι δα. Ξάφνου ζαλίστηκα. Μου πέρασε.
Γυναίκα: Είναι από τον ήλιο είσαι και ντυμένος βαριά
Παιδί-Νέος: Μπορεί
Γυναίκα : Έβρεξα μια πετσέτα
Παιδί-Νέος: Ευχαριστώ
Αρραβωνιαστικιά: Ανησύχησα. Άργησες.
Παιδί-Νέος: Καλά έκανες κι ήρθες.
Αρραβ.: Φθινοπώριασε, αλλά τι ζέστη θε μου
Παιδί-Νέος: Είναι καλή αυτή η δουλειά
Αρραβ. :
Θα πας κι αύριο;
Παιδί-Νέος: Θα δουλέψω τρεις μέρες.
Αρραβ.: Από το πρωί ως το βράδυ-
Παιδί-Νέος: Έχουμε
ανάγκη από λεφτά.
Αρραβ.: Εδώ που μ’ εφερες –όλα είναι ακριβά εδώ.
Παιδί-Νέος: Πάψε.
Αρραβ.: Ευτυχώς που’χουμε το σπίτι- ο μπακάλης πουλά μόνο
κονσέρβες στο μανάβικο
όλα
είναι σάπια
Άντρας (στο εαυτό του) : όλα σάπια
Παιδί-Νέος: Αν θέλεις μόλις τελειώσω τη δουλειά φεύγουμε.
Αρραβωνιαστικιά: Και που να πάμε
Γυναίκα (στον εαυτό της): Που να πάμε
Παιδί-Νέος: Θα νοικιάσουμε ένα δωματιάκι στην πόλη.έχει
συχνή συγκοινωνία
εκεί, το αεροδρόμιο..
Αρραβ.: Με τρομάζουν τα αεροπλάνα.
Παιδί-Νέος(τρυφερά): Να τ’ ακούς
Γυναίκα: Πως γίνεται να’ναι τόσο καλό;
Άντρας ( στον εαυτό του): Φοβάται.
Παιδί-Νέος: έχει και καράβι. Τρεις φορές τη βδομάδα.
Αρραβ.: Δε μ’ αρέσουν οι μικρές πόλεις
Παιδί-Νέος: Σε λίγα χρόνια θα φύγουμε για την πρωτεύουσα.
Αρραβ.: Πνίγομαι.
Παιδί-Νέος: Εντάξει. Πάμε όπου θες.
Αρραβ.: Στο χωριό μου μ’ αρέσει.
Παιδί-Νέος(γελά):Εκεί θα πάμε. Είναι καλύτερα για τα
παιδιά να μεγαλώνουν
σε μικρούς τόπους.
Αρραβ.: Δε θέλω παιδιά.
Άντρας(στον εαυτό του):Παιδιά
Γυναίκα: Δε θέλει
Παιδί-Νέος( εύθυμα): Και πως θα κάνουμε μόνοι μας;
Αρραβ.: Μια χαρά θα περνάμε οι δυο μας.
Παιδί-Νέος: Αν είναι έτσι-
Αρραβ.(προκλητικά): Αν είναι έτσι;
Παιδί-Νέος: Τίποτα. Έχω πονοκέφαλο.
Γυναίκα: Πονοκέφαλο
Άντρας: Μην ανησυχείς.
Παιδί-Νέος: Είναι ώρα να γυρίσουμε.
Αρραβ.: Έχει φως ακόμα.
Παιδί-Νέος:Καλύτερα.
Αρραβ.: Φέγγει
ακόμα
Παιδί-Νέος: Δε μ’ εμπιστεύεσαι.
Αρραβ.: Μα ναι. Πως είσαι;
Παιδί-Νέος: Πονάω λιγάκι.
Γυναίκα: Δεν έπρεπε να’ ρθεις εδώ!
Άντρας (ήρεμα): Δεν έπρεπε.
Παιδί-Νέος: Η μάνα μου μού άφησε αυτό το σπίτι.Το φτιάχνω
σιγά-σιγά.
Αρραβ.(στον εαυτό της):Σιγά το σπίτι
Παιδί-Νέος: Θα ζήσουμε καλά.
Αρραβ.: Έχουμε ανάγκη από λεφτά!
Γυναίκα ( στο Παιδί-Νέο): Είσαι χλωμός.
(στον
εαυτό της): Φεύγει.Απομακρύνεται αργά ακολουθώντας το δρομάκι
που
οδηγεί στο χωριό. Βλέπω την πλάτη του.Χάνεται. Δίπλα του εκείνη.
Περπατά
ανάλαφρα, χαρούμενη που φεύγει.Ανακουφισμένη.
Άντρας: Χαρούμενη
Γυναίκα: Δεν έχει καταλάβει τίποτα, τίποτα δεν έχει
καταλάβει
Σκοτεινιάζει.
Ά ντρας: Στον επόμενο δρόμο θα στρίψουν αριστερά, έπειτα
περνώντας τα χαλάσματα
Θα συνεχίσουν ευθεία έως ότου φθάσουν στο σπίτι.
Γυναίκα: Ξαπλώνει.Του φέρνει νερό. Την αγκαλιάζει.Είναι
ένα καλό παιδί.
Άντρας: Ένα τόσο καλό παιδί
Γυναίκα: Με κοιτάζει.
Άντρας: Δεν κοιτάζει εσένα.
Παιδί-Νέος(αναστενάζει): Μάνα μου!
Αρραβ.: Τι έχεις πάλι
Παιδί-Νέος: Κουράστηκα.Ώχου μάνα μου .
Αρραβ.: Να βγω λίγο;
Παιδί-Νέος: Τι
Αρραβ.:Να βγω λίγο
Παιδί-Ν: Που θες να πας
Αρραβ.: Μια βόλτα.Μια μικρή βόλτα μέχρι την πλατεία.
Παιδί-Ν.: Να πας.
Αρραβ.: Δε μου θυμώνεις
Παιδί-Ν.: Μην αργήσεις.
Αρραβ.: Όχι καλέ.
Παιδί-Ν.: Δεν κουράστηκες απ’ το πρωί; Εγώ-
Αρραβ.: Ποτέ δεν κουράζομαι.
Παιδί-Ν.: Θα κοιμηθω νωρίς.
Αρραβ.: Δε θ’ αργήσω.
Παιδί-Ν.: Αύριο χάραμα θα σηκωθώ πάλι.
Αρραβ.: Σε μια ωρίτσα θα’ μαι πίσω.
Παιδί-Ν.: Πήγαινε.
Αρραβ.: Δε μου θυμώνεις.
Παιδί-Ν.:Φύγε.
Γυναίκα: Έμεινε μόνος του.
Άντρας: Καλό παλικάρι.
Γυναίκα: Που ετοιμάζεσαι να πας;
Άντρας: Να περπατήσω λίγο.Να ξεμουδιάσω.
Γυναίκα: Στο καλό. Πρόσεχε.
Άντρας:Κοροϊδεύεις.
Γυναίκα: Στο καλό.Μη μένεις άλλο εδώ.
Άντρας: Νίώθω μια τεράστια μοναξιά.
Γυναίκα:Απόγνωση.Το ίδιο είναι.
Ο
Άντρας απομακρύνεται.Η Γυναίκα ξαπλώνει.Τινάζεται με μια τεράστια εσωτερική
κραυγή.
Άντρας (στην Αρραβ.): Βγήκες και συ.
Αρραβ.: Ναι.
Άντρας: Που πας
Αρραβ.: Βόλτα.
Άντρας: Και γω. Να περπατήσουμε μαζί.
Αρραβ.(ερωτηματικά):Θέλεις
Άντρας: Που θες να παμε
Αρραβ.: Όπου να΄ναι.Μακριά από δω.
Άντρας: Σκοτείνιασε.
Αρραβ.(κοροϊδευτικά):Να περπατήσουμε κάτω απ΄το φως του
φεγγαριού.
Άντρας: Καλή ιδέα.
Γυναίκα( καθιστή στο ντιβάνι):Τον βλέπω περπατά με
σκυφτούς τους ώμους
σφιγμένος προσπαθώντας να στηριχτεί κατεβαίνει τα σκαλιά
βγαίνει στην αυλή ο κήπος είναι χορταριασμένος πλατιές πέτρες
μονοπάτι που οδηγεί στην σκουριασμένη πόρτα σπασμένη
κοντοστέκεται σηκώνει το κεφάλι σαν να βλέπει τ’ αστέρια ένα αστέρι
στο
στερέωμα που πλημμυρίζει γάλα
Παιδί-Ν.(με το κεφάλι ψηλά):Μάνα δεν είμαι αυτός που
γνώρισες.Δεν είμαι αυτός
που
ήμουν.Μάνα δεν είμαι αυτός που ήξερες
Γυναίκα: Θέλει να βγει.
Παιδί-Ν.: κουράστηκα!
Γυναίκα: Θέλει να φύγει.
Παιδί-Ν.: Πόσες φορές έχω έρθει εδώ.
Γυναίκα:Πόσο συχνά ερχόμασταν εδώ.
Παιδί-Ν.: Μου αρέσει ΕΔΩ.
Γυναίκα: Θα’ θελε τόσο να μπορούσε να τους ακολουθήσει!
Παιδί-Ν.(συμφιλιωμένος): Αύριο πάλι.
Γυναίκα: Πριν αλέκτωρ φωνήσαι
Παιδί-Ν.: Πρωί πρωί στη δουλειά
Γυναίκα:Πριν αλέκτωρ φωνήσαι
Άντρας( επιστρέφει):Κοιμάσαι;
Γυναίκα:Που ήσουν
Άντρας: Έξω
Γυναίκα: Α
Παιδί-Ν.: Κάποτε θα φύγω από δω.
Άντρας(στον εαυτό του, σαρκάζοντας): Χα!
Γυναίκα: Δρόσισε τώρα.
Παιδί-Ν.: Και αύριο πάλι στη δουλειά.
Γυναίκα:Ας μην βρέξει.
Παιδί-Ν.:Ας ρίξει θε μου
Γυναίκα: Είναι μια βαριά άνοιξη.
Άντρας: Δεν ήρθε η άνοιξη ακόμα
Γυναίκα:Θυμάσαι τι ψύχρα έκανε τα βράδια;
Άντρας: Παλιά τίποτα δε μας εμπόδιζε να βγούμε.
Γυναίκα: Και τώρα.
Άντρας:Απόψε θα βγω πάλι.
Γυναίκα: Μόνος;
Άντρας: Να περπατήσω λίγο. Να ξαναδώ το παιδί μου.
Γυναίκα: Το παιδί σου.
Άντρας:Το παιδί μας.
Αρραβ.( επιστρέφει, στο Παιδί-Ν.): Αποκοιμήθηκες ;
Παιδί-Ν.:Τώρα θα γείρω.
Αρραβ.:Ξανά στο στρώμα
Γυναίκα: Τού άρεσε να κουρνιάζει δίπλα μου.
Άντρας: Εγώ συνήθως έλειπα.Όταν γύριζατους έβλεπα να κοιμούνται αγκαλιασμένοι.
Αρραβ.:Θα περπατήσουμε λίγο το βραδάκι;
Παιδί-Ν.:Μελαγχολώ σν πέφτει ο ήλιος.
Γυναίκα (στον Άντρα): Τόσα χρόνια χωμένοι στα
χειμωνιάτικα μεσημέρια δίχως
ήλιο δίχως
την ανάγκη για ήλιο.Εκείνο ήταν δίπλα μας μες στα χαλίκια και
το χώμα που
του άρεσε.Μεγαλώνοντας περνούσε απ΄τα καφενεία ρίχνοντας λοξές
ματιές και
ξάφνου στα δεκατρία φόρεσε για πρώτη φορά παπούτσια και έφυγε.
Άντρας: Δεν τον ξανάδαμε από- από τότε
Γυναίκα (απορημένη): Αφού τον χάσαμε.
Παιδί-Άντρας (στην αρραβ.):Σε ονειρευόμουν , δεν ήξερα
γράμματα, αλλα σε φανταζόμουν
κοπέλα μιας άλλης εποχής απ’ αυτές που υμνούν οι ποιητές.
Αρραβ.(γελώντας): Οι ποιητές!
Παιδί-Άντρας:..αυτοί που γράφουν και πιστεύουν και
ελπίζουν σε κατι διαφορετικό
Αρραβ.(γελώντας): ..διαφορετικό!
Παιδί-Άντρας: Μπροστά μου η μάνα μου νέα
Γυναίκα (στον Άντρα):Τι κουβαλά αυτή μέσα της
Άντρας: Ό,τι κουβαλούσες και συ.Μας έσερνες στους δρόμους
άκαμπτη περπατούσες
ακίνητη
(μπορεί κανείς να το φαντασθεί;- κάποιος να περπατά και να είναι
συγχρόνως
ακίνητος καρφωμένος στη γη) κάτω από τον καφτό ήλιο στους ερημους
δρόμους που
δημιουργούσαν αντικατοπτρισμούς. Βλέπαμε νερό μακριά όμως δεν ήταν
Γυναίκα: Νερό!
Άντρας: Πάψε!
Παιδί-Άντρας (στη Γυναίκα):΄Ενα μεσημέρι θέλησα να σ’
αγγίξω δεν ήμουν μακριά
Αρραβ.: Πιάσε με !
Παιδί-Άντρας( αγκαλιάζοντάς την):Δεν ήσουν εκεί.Έφυγα
αμέσως.Έχω νοίκι να πληρώσω.
Αρραβ.:Σε περίμενα μέσα στην κάψα.
Παιδί-Άντρας:Όταν γύρισα έλειπες.
Αρραβ.(γελώντας): Με βοήθησε ο ολοφώτεινος ουρανός.
Παιδί-άντρας:Δε θυμάμαι το πρόσωπο της μάνας μου.
Γυναίκα: Σε θυμάμαι εγώ.
Άντρας:Τις νύχτες που έφευγα ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση
τόσο αφιλόξενο το χάσμα ανάμεσά μας
Γυναίκα (χαμογελώντας) : Αφιλόξενο; Χάσμα;
Άντρας: Υπάρχουν και φιλικά βάραθρα όταν γκρεμίζεσαι και
γαντζώνεσαι
Γυναίκα: Τα καταφέρνεις;
Άντρας: Υπάρχουν και χάσματα που κλείνουν αργά γεμάτα
στοργή και φροντίδα.
Γυναίκα: Σαν το δικό μας;
Άντρας(την αγκαλιάζει): Ίσως έτσι μετά τον χαμό του
παιδιού.
Παιδί-Άντρας( στην Αρραβ. Φωνάζει):Γυναίκα!
Γυναίκα:Κοίτα την. Φεύγει.
Άντρας: Ίσως έρχεται σε μένα.
Γυναίκα: Δε φταις.Δε φταις!
Άντρας: Το παιδί μου και μια νέα γυναίκα.
Πιαδί-άντρας: Γυναίκα!
Γυναίκα: Ένας άντρας.
Άντρας:Είμαι μεγάλος πια.
Γυναίκα:Και κείνος ένα παιδί ένα αιώνια ζαρωμένο φτωχό
μικρό χαμένο άρρωστο
γερό και μαζί πεθαμένο, ζωντανό παιδί. Ένα γενναίο
ανυπεράσπιστο θαρραλέο με
θράσος
και τόλμη παιδί!
Άντρας : Κάθισε εδώ, μαζί μου.
Παιδί-Άντρας: Γυναίκα!
Αρραβ.: Μια εξοχή κοντά στη θάλασσα ήθελα.
Παιδί-Άντρας: Και τι δε σου έδωσα γυναίκα!
‘Αντρας: Πάμε να φύγουμε.
Γυναίκα:Να πάμε που-
Άντρας: Να γυρίσουμε πίσω!
Γυναίκα:Δεν υπάρχει τίποτα πια εκεί !
Άντρας(φωνάζει):Εκεί-από κει ήρθαμε !
Γυναίκα:Δεν υπάρχει τίποτα πια!
Άντρας: Κοίτα προς τα κει.
Γυναίκα:Δεν βλέπω τίποτα δεν βλέπω
Άντρας(ήρεμα): Κοίταξε. Τι βλέπεις;
Γυναίκα: Το αγόρι μας να περπατά.
Άντρας: Και;
Γυναίκα: Σμίγει μ’ αυτή τη γυναίκα.
Άντρας: Ποια γυναίκα
Γυναίκα: Αυτή που κρατά ένα παιδί απ΄το χέρι
Άντρας: Που πηγαίνουν;
Γυναίκα: Περπατούν
Άντρας: Που πηγαίνουν;
Γυναίκα: Χάνονται
Άντρας: Το παιδί
Γυναίκα: Είναι μαζί τους. Εκείνη φτιάχνει τα φορέματά
της.
Άντρας: Φεύγουν.
Γυναίκα: Έχει τόση θλίψη στο βλέμμα.
Άντρας: Πόση ώρα πέρασε.
Εκείνη
που είναι εκείνη
Γυναίκα: Να τη με το παιδί το δικό μου παιδί
Αρραβ.( στο Παιδί-άντρα): Αργούμε να φτάσουμε ;
Παιδί-άντρας: Μέχρι το απόγευμα θα’ μαστε εκεί.
Αρραβ.: Κάνει ψύχρα.
Παιδί-άντρας: Σηκώθηκε αέρας.
Αρραβ.: Μη μου κρυώσει το παιδί
Παιδί-άντρας: Μην ανησυχείς. Πουνέντες.
Αρραβ.: Είναι καλό
το σπιτάκι;
Παιδί-άντρας: Απλό και καθαρό. Μόλις φτάσουμε θα κάνουμε ένα ζεστό μπάνιο
θα ξαπλώσουμε.
Αρραβ.(τον αγκαλιάζει): Τελικά συνήθισα στην ιδέα. Θα
μείνουμε εδώ
Μου
αρέσει η εξοχή.
Παιδί-Άντρας: Ήταν το σπίτι των γονιών μου.
Αρραβ.: Τους γνώρισα.
Παιδί-Άντρας: Σε συμπαθούσαν. Τουλάχιστον προς το τέλος!
Αρραβ.: Αν μας έβλεπαν τώρα..
Παιδί-άντρας: Θα’ ταν ευτυχισμένη η μάνα μου.
Αρραβ.: Μένουμε σπίτι της.
Παιδί-Άντρας: Μ’ έχασαν μικρό. Ό,τι είχαν και δεν είχαν
έχασαν.
Γυναίκα: Κοίτα τους. Φαίνονται ευτυχισμένοι.
Άντρας: Εκείνη έχει ένα παράξενο χαμόγελο έχει
Γυναίκα: Κρατά το παιδί
Άντρας: Το παιδί μας.
Γυναίκα: Αργούμε να φτάσουμε;
Άντρας: Ούτε μια ώρα.
Γυναίκα: Και δεν κάνει ζέστη πια.
Πες
μου-
Άντρας: Τι
Δρόσισε
Γυναίκα: Θα βρέξει-
Τ Ε Λ Ο Σ