ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ: ΑΚΟΥΩ - ΒΛΕΠΩ, Μ Ο Ν Ο Π Ρ Α Κ Τ Ο
ΑΚΟΥΩ – ΒΛΕΠΩ
***
Μ Ο Ν Ο Π Ρ Α Κ Τ Ο
Τάσος , γύρω στα τριανταπέντε.
Βασιλική , σαράντα χρονών, αδελφή του
Τάσου.
1. ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Σάλα
επαρχιακού σπιτιού. Μερικές βαλίτσες είναι πεταμένες δίπλα στο μεγάλο τραπέζι.
Τάσος: Τώρα που οι λέξεις αρχίζουν ν'
αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία, η άφιξή μας εδώ σημαδεύει την αρχή μιάς εποχής
που από τα παιδικά μας χρόνια την αποκαλούσαμε " ημερολόγιο ". Ναι, η λέξη μπορεί να μην ανήκει στα επίθετα , αλλά ζωγραφίζει με μοναδική ενάργεια την
επιθυμία της κοιμισμένης μου καρδιάς : επιτέλους διέσχισα, μετά από μια
διαδρομή κουραστική και γεμάτη λάσπη , τον χωμάτινο δρόμο που συνδέει την
πρωτεύουσα με τούτο δω το χωριό στην άλλη άκρη της χερσονήσου και μάλιστα αυτό
το ταξίδι δεν το' κανα μόνος αλλά μαζί σου .
Είμαι λοιπόν χαρούμενος , καμία ανάμνηση δεν
είναι ικανή να καλύψει με τον σκοτεινό της μανδύα την ευτυχέστερη συγκαιρία που
δοκίμασε ποτέ το μέρος εκείνο του ανθρώπινου κορμιού που αποκαλείται
"τύχη".
Βασιλική : Σπίτι σκοτεινό, δάσος πράσινο,
ήλιος που περνά μέσα από τα φυλλώματα ταράζοντας το χώμα .
Τάσος: Επιστρέφεις λοιπόν, ενώ εγώ
έρχομαι για πρώτη φορά, δεν έχω ξαναδεί αυτό το ανθισμένο τοπίο , ο χειμώνας
είναι βαρύς, τα δέντρα κατάξερα, οι δρόμοι κλεισμένοι , το χώμα αρκετές φορές
παγωμένο , λάσπη δεν υπάρχει, στέκομαι τώρα απέναντί σου σαν να ήμουν εγώ που
εκλιπαρεί τις ακτίνες του ήλιου που σπάνια κι άγρια εισβάλλουν από τα μικρά
παράθυρα .
Σιωπή. Μερικοί κοιμούνται στα ξύλινα
παγκάκια του δάσους, πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι που κρυφακούν , η ίδια έκφραση ,
το ίδιο πανομοιότυπο βούισμα των αυτιών όταν αλλάζουν υψόμετρο , από την αρχή
αισθάνθηκα χαμένος , θα έπρεπε να υπάρχει ένα τηλέφωνο , τα βράδια πάντα
τηλεφωνώ στα παιδιά και την Ξένη .
Βασιλική :Κρίμα. Τηλέφωνο δεν υπάρχει . Συχνά
η επικοινωνία είναι δύσκολη, το μονοπάτι κλείνει από το χιόνι , τα σάπια φύλλα
σκεπάζουν ένα μεγάλο μέρος της λίμνης , η επιφάνεια δίνει την εντύπωση μιας σκούρας
καφέ πίστας, επικίνδυνο βέβαια αν σκεφθείς πόσο εύθραυστο είναι τούτο το γήινο
φυσικό γυαλί. Χαθήκαμε - δεν ειδοποιώ κανένα.
Κουρασμένος;
Τάσος: Εξαντλημένος. Μετά από τόσες ώρες οδήγηση
- εσύ δεν τολμάς ποτέ αν κάποιος άλλος οδηγεί . Μου κάνει εντύπωση , δεν νιώθεις
καμιά ανασφάλεια στις στροφές , άσφαλτος δεν υπάρχει , ο γκρεμός καιροφυλακτεί ειδικά
μ' αυτές τις καιρικές συνθήκες, αγριάδα .
Πεινάω.
Βασιλική : Να ετοιμάσω κάτι.
Τάσος : Όπως νομίζεις. Θα' θελα να πιω
λίγο κρασί πριν κοιμηθώ.
Βασιλική : Να κοιμηθείς, περίμενε . Θα
πρότεινα : κοιμήσου όση ώρα περιμένεις , το δείπνο μπορεί ν' αργήσει , δεν
είμαι καλή μαγείρισσα , όποτε καταπιάνομαι με κάτι σοβαρό τα χαλώ όλα . Καταστροφή . Κάποιος
έλεγε ότι δεν πρέπει να παίρνω τίποτε στα σοβαρά αν τέλος πάντων επιθυμώ να
φτιάξω κάτι καλό . Δεν ακολούθησα τη
συμβουλή του . Δεκάδες σκυλιά μ' ακολουθούσαν στο δρόμο, κοντά στο σπίτι μας .
Κανείς δεν απορούσε. Τέτοια μυρωδιά και προπάντων τέτοιο συναίσθημα δεν
μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Στολισμένη
με τα αρώματα των τετραπόδων περπατούσα την ευτυχία μου στους φαρδείς δρόμους .
Ποτέ δεν συνάντησα πιο θλιμμένα μάτια.Τεράστια, με το παράπονο του
κατεδαφισμένου , σπίτι ξεδοντιασμένο με παράθυρα τυφλά.
Περίεργο .
Τάσος : Τι;
Βασιλική :Αφουγκράζομαι. Αποκλείονται οι εξάρσεις
όσες φορές , κύριε, κατηφορίζεις με τον κίνδυνο να γλιστρήσεις . Τι φρίκη ! Οι
βράχοι ορθώνονται μουγγοί μες στο σκοτάδι , τι νύχτα, ολόλευκο χιόνι και
βρυχηθμοί, άλλος στη θέση μου θα φοβόταν , όμως εγώ, μα την πίστη μου,
απολαμβάνω τούτη την ιστορία με τους βρυκόλακες . Η περιοχή δεν έχει πύργους.
Τάσος : ( κάνει να μιλήσει, όμως
στο τέλος ξεσπά σε γέλια)
Βασιλική : Τα πράγματα που μπορούν να σε
συγκινήσουν είναι πια πολύ λίγα, πύργοι που δεν υπάρχουν κάποιο πρωί το
καλοκαίρι έξω απ' το σπίτι σου ιδίως αν έχει τελειώσει εκείνη η πράξη της αιώνιας
αποτυχίας , ο συνεχής τρόμος που δεν παρηγορεί αλλά απομακρύνει , κι αυτό
συνέβαινε όλες τις εποχές, η ιστορία επαναλαμβάνεται , ένα είδος δράματος που
παίζεται με αίμα , ένα κακό
υγρό που δεν το ξεχωρίζεις απ' το χρώμα .
Θα πιεις ;
Τάσος : Όχι.
Βασιλική : Θα φας ;
Τάσος : Όχι.
Βασιλική : Τώρα...
Τάσος ; Χιονίζει.
Βασιλική : Α! . .
Τάσος : Φάε
εσύ , αν πεινάς.( Κάθονται στα τραπέζι
)
Βασιλική : ( τρώγοντας ) Εγώ
όποτε πεινώ αρρωσταίνω. Λιποθυμώ γιατί η δύναμη αυτής της αμαρτίας είναι
ανίκανη να λυτρώσει, η μοίρα του λαίμαργου και της πόρνης είναι κοινή , υγρό
σκοτάδι και μούχλα.
Τάσος : Χόρτασα
ήδη . Λίγο κρασί και γλυκά, φτάνει .
2.
Η ΦΥΓΗ
Την
επομένη . Το ίδιο δωμάτιο . Μέρα .
Βασιλική : Λέγονται πολλά , του είπα. Μας αποκάλεσαν αλήτες, παρανοϊκούς, γδάρτες
, κι αυτό ήταν το λιγότερο . Από χθες που έγινε μέχρι σήμερα το πρωί που φύγαμε,
δε μιλήσαμε με κανένα , εδώ όμως στο χωριό, τόσα χιλιόμετρα μακριά, όλοι μας
κοίταζαν με τέτοια δυσπιστία, που άθελα μου άρχισα να πιστεύω ότι καμία πράξη δεν
είναι δυνατόν να έχει δύο όψεις.
Πες μου τι θέλεις, την ρώτησα. "
Λίγο νερό ", απάντησε , και μετά " Να πας στην Τράπεζα και να -
" έβγαλε από το κομοδίνο το βιβλιαράκι , ήταν τυλιγμένο σ' ένα πλαστικό κι
όλα μαζί σ' ένα πορτοφολάκι παλιομοδίτικο , κεντημένο από την ίδια . Χάνονται μες
στον χρόνο , μουρμούρισα, δεν με κατάλαβε, θύμωσε λίγο, βγήκα για να μη δώσω
συνέχεια στη λογομαχία που ήξερα ότι θα άρχιζε όπως συνέβαινε κάθε φορά που δεν
καταλάβαινε κάτι κι απαιτούσε να το επαναλάβω για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε ειπωθεί κάτι το προσβλητικό . Ο χαρακτήρας
της πάντα - κι ο δικός μου , εκείνες τις στιγμές η κούραση με μεταμόρφωνε σε
ζώο αλαφιασμένο και αισχρό, πλάσμα δίχως κατανόηση , έλεγε εκείνη κι είχε δίκιο.
Βγήκα λοιπόν . Μόνο πριν φύγω , γύρισα πίσω και είπα " Μυρίζεις "
" Εσύ βρωμάς ", πέταξε κι έτρεξα επιτέλους στην πόρτα για να συνεχίσω
τις σκέψεις μου μόνη : " Μ' αηδιάζεις . Οι αναμνήσεις σου βρωμάν σαν αλεπούδες
. Ένα μικρό βρωμερό κλουβί μ' ένα τρελό ζώο μέσα που κανείς δεν το εξημερώνει
."
Έκανα λοιπόν μια μικρή βόλτα και γύρισα.
Η σκάλα έτριξε , "Που ήσουν ;" Δεν απάντησα . Έμενα ακίνητη ,
υποψιαζόμουν ότι μια κίνηση και όλα θα ματαιόνονταν - φοβήθηκα ...
Κι όμως δεν υπήρχε τίποτε να με τρομάξει
. Το σπίτι ήταν κλειστό, το , δωμάτιό της μισάνοιχτο όταν μπήκα και πριν ακόμη
προφτάσω να πετάξω από τους ώμους το παλτό την άκουσα " Πονώ " βογγούσε
, και τα υπόλοιπα πνίγηκαν σ' έναν ορυμαγδό
από απειλές, ικεσίες .
Είναι φυσικό , όχι, δεν είναι . Είναι
μοιραίο, όχι, όχι . Ναι, όχι, είναι αδύνατο .
Αυτά που συμβαίνουν σήμερα εδώ είναι
απίθανα.
[ Ακουστική αναπαράσταση της σκηνής που
περιέγραψε η Βασιλική . Ακούγονται αδύναμες κραυγές, ένα ποτήρι που σπάει , μια
αντρική βλαστήμια , ήχοι πάλης, έπειτα σιωπή . Μπαίνει ο Τάσος
ψύχραιμος, αν και η εμφάνιση του δείχνει ότι έχει καταβάλει μεγάλη σωματική
προσπάθεια ].
Βασιλική : Υπήρχε λόγος να γίνουν όλα αυτά ;
Τάσος:
Λογοφέραμε πριν έρθεις.
Βασιλική : Για χρήματα πάλι;
Τάσος : Όχι.
Βασιλική: Πάλι ψέματα ;
Τάσος: Εγώ
δεν έχω ανάγκη από λεφτά.
Βασιλική : Εσύ δεν έχεις ανάγκη από-
Τάσος: Κάτι
μας σκαρώνουν. Λεν έχω ανάγκη από λεφτά.
Βασιλική : Θα φύγεις ;
Τάσος: Δεν
ξέρω.
Βασιλική : Θα φύγεις - ρώτησα.
Τάσος : Δεν-
Όχι.
Βασιλική : Πρέπει να πήρες το γράμμα μου.
Τάσος : Αυτό
έχεις να πεις ;
Βασιλική : Τι σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα τόσο απλά .
Τάσος : Τίποτε δεν είναι απλό ή πολύπλοκο
. Πάντα μου άρεσαν οι κατεργάρηδες . Δες τι λεν οι γιατροί : πάντα
οξύ-έμφραγμα- του μυοκαρδίου-ποτέ " υπερούσιος τρόμος ".
Χτύπησαν ;
(Σιωπή)
Βασιλική : Κανείς.
Τάσος : Εσύ τρέμεις.
Βασιλική : Μαζί σου έχω μια περίεργη
συναλλαγή . Ούτε έμπορος ούτε φίλος ούτε περαστικός ούτε καλόγερος . Και τώρα
Τάσος : Και τώρα ; Πες το ! Τώρα ;
Βασιλική : Πόσο σου στοίχισε, πες μου! Το
αντάλλαγμα ! Άξιζε ζωντανή;Ανέβηκε η τιμή της πεθαμένη ; Τι θέλεις να σου δώσω
για να την πάρω πίσω-εγώ ;
[
Ο Τάσος πέφτει πάνω της . Η Βασιλική
σωριάζεται. Την κτυπά. ]
3.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ίδιο
δωμάτιο . Βράδυ της ίδιας μέρας .
Βασιλική : Έτσι τέλειωσε κείνο το βράδυ .
Με χτύπησε, σύρθηκα ως το αυτοκίνητο , με πρόλαβε εκεί κι αφού ορκίστηκα ότι θα
τα ξεχάσω όλα, γύρισα πίσω . Του έδωσα όλα μου τα χρήματα - δεν ήταν πολλά -
υποσχέθηκα ότι τα υπόλοιπα θα τα επέστρεφα αύριο , την επομένη - χθες.
Τα θεωρούσε όλα δικά του κι ήταν σίγουρος
ότι εγώ ποτέ δε θα' φερνα αντίρρηση . Την άλλη μέρα φύγαμε . Ψάξαμε, στείλαμε
και έφεραν τον γιατρό, ντύθηκα, της έβαλα ένα ταγιέρ μπλε σκούρο σε αρκετά καλή
κατάσταση , άλλωστε ρούχα καλά δεν είχε , ήπια έναν καφέ , πήγα στην Τράπεζα, οκτώ
και είκοσι είχα τελειώσει. Οκτώ και είκοσι κι εκείνος καθισμένος στο αυτοκίνητο
. ‘’Γιατί δε μιλάς ; " τον ρώτησα. "Βαριέμαι ", είπε.
"Βαριέσαι - τι ;"‘’ Να μιλώ " . ‘’Μη θυμώνεις " ," Όχι , όχι ", ‘’ Το βλέπω ‘’.’’ Το βλέμμα σου όλην αυτήν την
ώρα είναι παγωμένο ". Το βλέμμα σου όλη αυτήν την ώρα παγωμένο . Επίθεση στον
κόσμο σου σημαίνει αδιαφορία, μια ολική απόρριψη στόχο τυφλό. Αυτό με τρομάζει
πιο πολύ. Και συνεχίσαμε μέσα σε μια απόλυτη σιωπή - αν μπορούσες να το πεις αυτό
ταξίδι.
‘’ Είσαι άδικη ‘’, μουρμούριζε, ‘’ άδικη
‘’ , ‘’Τρελέ", μούγκριζα μέσα μου , "τρελέ", ποιος θα κοιμότανε
μαζί με σένα στο ίδιο σπίτι , ποιος- " Κι όμως να που το' κάνα εγώ από χθες
τ' απόγευμα ως το ξημέρωμα που ξύπνησα με μια κραυγή. Είχαμε αφήσει το
παραθυρόφυλλο ανοιχτό, το φως του φεγγαριού γέμιζε το δωμάτιο σκιές , ακούστηκε
ένα ροκάνισμα, φοβήθηκα, βγήκα έξω . Η νύχτα ήταν τόσο παγωμένη, που η ομίχλη
σχημάτιζε ένα άσπρο πέπλο , ναι, όπως τ' ακούς, γύρω από την χαράδρα και το σπίτι
, δεν ακουγόταν τίποτε, αυτή η σιωπή μου προξενούσε ρίγος, οι σκιές των ζώων,
οι περίεργοι ήχοι έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμη πιο βαριά, το κρύσταλλο θαρρείς
κι έσπαζε, κοίταξα ώρα πολλή σαν να θαύμαζα κάτι το συγκεκριμένο , όταν μπήκα
είχε πια για τα καλά ξημερώσει. Το πρόσωπο μου κάλυπτε μια λεπτή εύθραυστη
μάσκα . Σαν πάχνη , σαν... Μου θύμισε το πρόσωπο της λίγες ώρες πριν. Μπήκα μέσα
και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη: ήταν εκείνη .
[
Θόρυβος αυτοκινήτου που πλησιάζει ]
Βασιλική : Φρίκη . Νά' τοι . Επιτέλους !
[
Ακούγονται βήματα ]
Βασιλική : Φεύγουν. Δεν θα' ρθούν . Σκοτείνιασε.
4.
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Μια
μέρα μετά.
Ίδιο
δωμάτιο , μέρα. Ο ήλιος λάμπει.
Βασιλική : Τρόμαξα όταν είπαν πως θα' πρεπε
να είχε έρθει η Αστυνομία ή έστω να είχε γίνει νεκροψία. Για να' μαι ειλικρινής
το θεώρησα τελείως περιττό. Ύστερα σκέφθηκα ότι θα' ταν καλύτερα για όλους να
ξεκαθάριζαν τα πράγματα από την αρχή. Εκείνος όμως δεν ήθελε . Ίσως φοβόταν ...
είχε τύψεις … αν και τα έβρισκε όλα φυσικά - έτσι φαινόταν τουλάχιστον . Χθές
βράδυ πριν αποκοιμηθεί , "Το σχεδίαζα χρόνια ", μου εξομολογήθηκε.
"Άλλωστε στο' χα πει " ." Ποτέ !" φώναξα . "Ε, όχι δα !" απάντησε με θράσος. Και η συζήτηση
σταμάτησε εδώ. Δεν άντεχα άλλη φιλονικία ..
Ποιος μες στον κλοιό της αγωνίας μπορεί
να θυμηθεί το συναίσθημα, το όνομα έστω, την γεύση εκείνου του συναισθήματος .
Ερημιά.
Τα πράγματα λοιπόν έμειναν έτσι. Μας
απέφευγαν. Συγγένειες.
Τι αηδία.
5.
ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΠΑΛΙ
Μια
εβδομάδα μετά.
Ίδιο
δωμάτιο . Μέρα. Μπαίνει ο Τάσος φορτωμένος διάφορες σακούλες.
Ψάχνει
με το βλέμμα το άδειο δωμάτιο .
Τάσος : Οση ανάγκη έχουμε από το άνοστο,
άλλο τόσο χρειαζόμαστε την νοστιμιά. Ευχόμαστε την χάρη αλλά απορρίπτουμε την
φρίκη . Αφήνω κατά μέρος το παιχνίδι της αλήθειας και του χοντροκομμένου ψέματος
εδώ δεν γίνονται συμμαχίες , ότι πεις αυτό είναι : κι αν τυχόν επιθυμήσουμε
κάτι πραγματικά ψεύτικο , τότε τα πάντα ανατρέπονται . Ποιος δεν πόθησε το
θάνατο του πατέρα του . Και ποιος δεν έγραψε ποιήματα με τον σκοπό να
κατατροπώσει αυτό ακριβώς - όχι την μνήμη ή κάποια άλλη σαβούρα που θα ελάφρωνε
το φορτίο , αλλά το ξεφωνητό στο λιβάδι και το σούρσιμο των φιδιών και των
αρουραίων κείνες τις όμορφες μέρες.
Οι εποχές είναι απαράλλαχτες, όποιος
αγαπά είναι καταδικασμένος να ζει-όπως και να το εννοεί αυτό. Έτσι έζησε και η
μητέρα μου . "Προσεύχομαι στο θεό να ξεχάσω", έλεγε . Πού να
βρίσκεται αυτή η ηλίθια ;
Βασιλική ! Βασιλική! Μαρία !
Είναι ικανή να μην εμφανίζεται επειδή δεν
της αρέσει τ' όνομα της . Δοκιμάζω πάντα διάφορες παραλλαγές μήπως και πετύχω
κάποια "επίκληση" του γούστου της . Ακόμη κι ένα ζώο ακούγοντας την
ίδια λέξη τόσα χρόνια θα μάθαινε να υπακούει κι ας μην έτρεχε με προθυμία κάθε
φορά . Εκείνη έμενε κλεισμένη επειδή - έλεγε - δεν υπήρχε κανείς να την
αναζητήσει . Κι όταν ήρθα εγώ, ακόμη κι εκείνη , η μοναδική της σχέση , πήρε
ένα τέλος.
[
Μπαίνει η Βασιλική ]
Τάσος : Α, ήρθες ;
Βασιλική : Θα πιεις τίποτε ;
Τάσος : Λίγο νερό παρακαλώ.
Βασιλική : Αισθάνεσαι καλά ;
Τάσος : Να ναι, γιατί όχι .
Βασιλική : Είσαι τόσο χλωμός.
Τάσος : Δεν το νομίζω.
Βασιλική : Δεν είναι ντροπή να νιώθει κανείς άσχημα καμιά φορά, μολονότι
συχνά νομίζουμε ότι υποφέρουμε , ενώ κατά βάθος μας κατακλύζει η πιο ανείπωτη ,
μία στ' αλήθεια απέραντη ευτυχία . Δεν έχω δίκιο ;
Τάσος : Για
πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
Βασιλική : Ναι, το ξέρω πως έχω δίκιο, αν και αυτή τη φορά δεν μιλώ για
τον εαυτό μου. Εκείνη υπέφερε περισσότερο απ' όλους . Μια μέρα μου είπε :
" Αν ήξερα ότι ο πόνος σου θα διαρκούσε τόσο , θα έκανα έκτρωση ".
Τάσος : Δεν
το' χε προβλέψει.
Βασιλική : Θα φας ;
Τάσος : Όχι.
Βασιλική : Έφαγες κιόλας ;
Τάσος·: Ναι.
Βασιλική : Εγώ πεθαίνω της πείνας . [ Τρώει με λαιμαργία ]
Τάσος : Αρχίζει
η διάλυση . Σε λίγο θα κυλιόμαστε σαν ευγενικά ζώα που έμαθαν να συγκατοικούν
με ανθρώπους.
Βασιλική : [μπουκωμένη] Τι είπες;
Τάσος : Τίποτε
. Άλλωστε δεν αισθάνομαι καμία αποστροφή .
Βασιλική : Θα προτιμούσα να φύγω αύριο, Τάσο. Θέλω να γυρίσω. Το σπίτι θα
μου φανεί άδειο, όμως ποθώ τόσο να γυρίσω.
Τάσος : Δεν
έχεις να πας πουθενά.
Βασιλική : Γιατί.
Τάσος : Έτσι.
Πουθενά. Άκουσες.
Βασιλική : [τρομαγμένη ] Γιατί. Γιατί Τάσο γιατί;
6.
ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
Τρεις
μήνες μετά.
Στην
εξοχή. Ηλιόλουστη μέρα. Η Βασιλική κι ο Τάσος κάνουν πικ-νικ.
Τάσος : Τι
όμορφα που είναι !
Βασιλική : Ναι, τι όμορφα που' ναι στ' αλήθεια.
Τάσος : Τόσο
μαγευτικά όλα .
Βασιλική : Θα' λέγε κανείς θεσπέσια . Σχεδόν θειικά .
Τάσος : Πάντα
σου άρεσε να υπέρβαλλεις - όμως αυτή τη φορά θα συμφωνήσω μαζί σου . Πράγματι,
το καθετί έχει μια ξεχωριστή όψη , σάμπως η φύση να θέλει να μας αποζημιώσει
για τον άσχημο χειμώνα που περάσαμε . Ήσουν πολύ άρρωστη μικρή μου Μπέτη - σ'
αρέσει αυτό το όνομα;-και μόλις πριν δυο εβδομάδες συνήλθες , με τον ερχομό της
άνοιξης .
Βασιλική : Θα προτιμούσα να πηγαίναμε.
Τάσος : Τι; Από τώρα ;
Ακόμη δεν φάγαμε τα κρουασάν μας κι ο καφές στο θερμός μας περιμένει !
Βασιλική : Ίσως φταίει αυτό - ότι ο ήλιος είναι πολύ θερμός.
Τάσος : Ο
ήλιος καίει πολύ θέλεις να πεις. Έχεις δίκιο. Μπορείς όμως ν' ανοίξεις την
ομπρέλα σου .
Βασιλική : ( ανοίγοντας την ομπρέλα
) Σαν κυρία μιας άλλης εποχής –
Τάσος : Που
καθημερινά πηγαίνει να προσευχηθεί σε μια basilica - (γελά)
Βασιλική : Basilica ! Τι ωραίο όνομα ! ( ξεσπά
σε δυνατά γέλια )
Τάσος : Έλα,
σοβαρέψου !
Βασιλική : Τάσο , είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλοί ηλίθιοι στην οικογένεια
μας;
Άκουσα ότι κάθε παρακλάδι έχει τουλάχιστον από έναν βλα-
συγγνώμη καθυστερημένο . Το' ξερες ;
Τάσος : -
Βασιλική : Δεν απαντάς ;
Τάσος : Προϊστορία,
κάτι το θλιβερό.
Βασιλική : Ώστε είναι αλήθεια ;
Τάσος : Δεν
είπα κάτι τέτοιο.
Βασιλική : Η δική μου άποψη είναι –
Τάσος : Αδημονώ
να την ακούσω .
Βασιλική : Ε … ε … ε ...
Τάσος : Διαισθάνομαι
ότι κάτι φοβάσαι μικρή μου Βασιλική , ότι ένας περίεργος τρόμος δεν αφήνει να
είσαι ο εαυτός σου , να σκεφθείς αυτό που πραγματικά θέλεις , να ονειρευτείς ότι
συνηθίζεις να ονειρεύεσαι, να κάνεις εκείνο που πάντα- αλλά και κείνο που
σπάνια έκανες . Πες μου , τι επιθυμείς αυτή τη στιγμή από τα βάθη της καρδιάς
σου : να μείνεις ή να φύγεις ;
Βασιλική : Μάλλον να φύγω.
Τάσος : Επιμένεις
. Αν όμως σου υπενθυμίσω ότι αύριο έτσι κι αλλιώς θα αφήσουμε οριστικά αυτόν τον
τόπο , κι ότι ίσως θα' ταν καλύτερα να περιμένεις να γυρίσουμε μαζί-
[
Η Βασιλική έχει ήδη σηκωθεί και
μαζεύει πιατάκια και τρόφιμα διπλώνει το καρό τραπεζομάντιλο])
Τάσος : Σας έχω χρεωθεί μικρή μου . Όχι επειδή
είμαι πιο δυνατός ή πιο έξυπνος , αλλά..
[
Ακούγεται ένα παλιό λαϊκό τραγούδι . Η
Βασιλική καλύπτει το πρόσωπο με τα χέρια της. Από τα μάτια της τρέχουν δάκρυα ]
Τάσος : Τι
όμορφες αναμνήσεις.
Βασιλική : Μας ξαπόστειλες.
Τάσος : Σας
στήριξα .
Βασιλική: Αλήθεια..
Τάσος : Πάμε.
Βασιλική : Όχι.
[
Ακουμπά το καλαθάκι του πικ-νικ κάτω,
και αδειάζοντας το περιεχόμενο του
ξαναρχίζει να στρώνει το τραπεζομάντιλο. ]
Βασιλική : Ό,τι κάνω το κάνω για κείνη.Το' χα ήδη πάρει απόφαση , από τότε
: άμα αφοσιωθείς κάπου έχεις την εντύπωση ότι αναπνέεις έναν αέρα διαφορετικό.
Εγώ είπα " θα μείνω " και έμεινα. Δεν πίστευα στον εαυτό μου κι
εκείνη " Τι έχεις πάθει. Δε θα σ' επισκεφθούν πάλι οι νεκροί μας
, έτσι δεν είναι ;" έλεγε.
Κι εγώ απαντούσα : " Δε βλέπω οράματα τούτο το χειμώνα γιατί έχω
τόσο κουραστεί που δεν μπορώ να
αγαπώ ούτε τους νεκρούς μας ."
Γιατί όλ' αυτά με είχαν κάνει να ξεχάσω
τον κόσμο . Μα τέλος πάντων τι θέλεις, για τι είσαι άξια , με ρωτούσε . Το
πρόσωπο μου στράβωνε έτσι- και παραμελούσα τα πάντα . Η μητέρα μου είναι τρελή,
σκεφτόμουν.Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς έγινε μια αξιολύπητη τρελή . Όποτε όμως
γινόταν καλά και έβγαινε έξω υπέροχα ντυμένη, όμορφη, " Είναι
αξιαγάπητη", έλεγα , "Τρελή αλλά αξιαγάπητη . Μια αξιαγάπητη τρελή ."
Έτσι περνούσε ο καιρός . Σε μια περίεργη
μοναξιά - γιατί όπως δεν άξιζα για τίποτε δεν είχα το δικαίωμα να διεκδικήσω
και τίποτε .
Μου οφείλεις πολλά , έλεγε. Τα πάντα,
συμφωνούσα . Κι έπειτα, όταν άλλαζα γνώμη όταν δεν κατέληγα πουθενά -" Σου
μοιάζω μαμά " φώναζα χαρούμενη " Και τα καλά και τ' άσχημα , όλα από
σένα τά' χω πάρει "-Το ίδιο
απόγευμα πηγαίναμε σινεμά και καμιά φορά θέατρο , αν δεν αλλάζαμε γνώμη στο δρόμο
.
[
Τακτοποιεί τέλεια το τραπεζομάντιλο ,
γεμίζοντάς το κουλουράκια ]
Εκείνος ήταν σοβαρός . Αξιοπρεπής. Σταθερός
. Σίγουρα τον εκνευρίζαμε.
Όσο για μένα
μπερδεμένα πράγματα, την μισούσα ή με ενέπνεε.
Όταν με ενέπνεε γινόμουν ενθουσιώδης ( παίρνει βαθιές ανάσες ) ανάπνεα έτσι !
Κι όλα τούτα ήταν γελοία . Παρουσιάσαμε μια απίστευτη, αισχρή , τραγελαφική
εικόνα . Τι έχεις, με ρώτησε εκείνος όταν πρωτόρθε. Είχε προτείνει μια βόλτα στην
εξοχή . Εγω ήθελα τόσο ν' αποκτήσουμε σπίτι στην εξοχή! Το είπα στον αδελφό μου : Έχουμε βαρεθεί το χειμωνιάτικο διαμέρισμα.Εκείνος
είπε μονάχα - ναι. Κι έπειτα σκεφτόμουν διάφορα πράγματα , τόσα πολλά πράγματα που ζαλιζόμουν .
Ένα απόγευμα , παραδείγματος χάρη, νόμισα
ότι γύρισε η μητέρα μου .
Παιδί μου, τι κάνεις ; είπε θυμωμένη. Έφαγες
πριν φύγεις ; Θα φύγω -μα- να πάω πού ; φώναξα
. Και δε σταμάτησα να μιλώ παρά μόνον όταν εκείνη εξαφανίστηκε -φσσστ! Είχε αλλάξει γνώμη όπως εγώ. Τελικά –
Σας αρέσουν τα απλά πράγματα ; Οι καθημερινές
μικρές συνήθειες , ένας περίπατος το καλό
φαί , το βλέμμα μιας ωραίας γυναίκας , μια απρόσμενη επίσκεψη . Φαίνεστε καλός
κι ευγενικός , παίρνω λοιπόν το θάρρος να σας προτείνω να περάσουμε - πριν τις εννιά – κι οι δυο από το σπίτι να
κάνουμε λίγη συντροφιά στη μητέρα μου , θα χαρεί να σας δει . Μας
φροντίζει όλους πάρα πολύ. (βάζει
τα γέλια) Έχω μεγάλη
φαντασία . Αυτά τα πράγματα σπάνια συμβαίνουν .
Τάσος : (Δοκιμάζοντας ένα κουλουράκι)
Ίσως
έχεις δίκιο Μπετη .
Είναι
ακόμη μεσημέρι .
Ο
ήλιος είναι πολύ ψηλά.
Ας
μείνουμε λίγο ακόμη .
Γιατί
να τσακωνόμαστε .
Άλλωστε
ποιος μας περιμένει .
(δίνοντας της ένα
κουλουράκι)
Θες
;
ΤΕΛΟΣ